Την Μεγάλη Πέμπτη θα ακούσουμε την εξιστόρηση της πορείας προς τον θάνατο δώδεκα φορές.

Ads

Κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος από νοήματα, αξίες, σχέσεις, μνήμες, επιθυμίες και όνειρα.

Κάθε γέννηση ανοίγει ένα κόσμο, κάθε θάνατος τον κλείνει. Κανείς, ούτε και ο θεάνθρωπος, δεν ξεφεύγει το αναπόδραστο.

Ο θάνατος είναι το πιο δικό μου πράγμα, εμμενής και επικείμενος. Είναι μέσα μου, η Φρουντική οργή θανάτου, και μπροστά μου, ξέρω ότι θα συμβεί δεν ξέρω πότε. Ο θάνατος το μόνο που δεν θα μοιραστώ με κανένα.

Ads

«Να μελετάς την φιλοσοφία σημαίνει να μαθαίνεις να πεθαίνεις» τιτλοφορεί ο Μοντάνιος, δοκιμιογράφος του 16ου αιώνα, ένα από τα δοκίμια του. Και όχι μόνο.

Το ίδιο ισχύει για την ανθρωπολογία, την αρχαιολογία. Η γνώση του αναπόφευκτου θανάτου διαχωρίζει την ανθρωπότητά από άλλες μορφές ζωής.  Έχουμε μάθει για τους αρχαίους πολιτισμούς από τις πυραμίδες, τους θόλους, τα μαυσωλεία και τους τάφους, τις προσφορές και τα  κερίσματα που έδιναν στους νεκρούς να πάρουν μαζί τους.

Γίνομαι άνθρωπος γιατί ξέρω ότι θα πεθάνω και γιατί κρατάω τον αγαπημένο νεκρό μέσα μου. Γράφει ο Μοντάνιος: «Ο θάνατος είναι το τέλος του γένους μας. Από όλα τα καλά που μας δίνει η αρετή, η περιφρόνηση του θανάτου είναι το μεγαλύτερο. Συμβιβάζει την ανθρώπινη ζωή με μια ήπια και παρηγορητική ηρεμία και μας δίνει μια καθαρή και ευχάριστη γεύση της ζωής χωρίς την οποία θα εξαφανίζοταν κάθε άλλη ευχαρίστηση». 

Και προσθέτει: «Αν μας τρομάξει ο θάνατος, δεν είναι δυνατόν να περπατήσουμε ούτε βήμα χωρίς άγχος. Η θεραπεία που χρησιμοποιούν οι χυδαίοι είναι να μην τον σκέπτονται. Αλλά από ποια ακατανόητη βλακεία μπορούν να αντλήσουν τέτοια βαριά τύφλωση; Είναι σαν να βάζουν τα χαλινάρια στην ουρά του γάιδαρου».

Αυτό δεν κάνουμε κι εμείς; Κάθε χρόνο το θείο πάθος μας θυμίζει τον θάνατο. Οι καμπάνες που κλαίνε μας λένε ότι δεν θα αποφύγουμε το πεπρωμένο. Θυμομαστε τον θάνατο του Άλλου.

Αλλά η εκκλησία και η κοινωνία μας κάνουν να ξεχνούν τον δικό μας. Πάμε στην λιτανεία του Επιτάφειου την Παρασκευή, επαναλαμβάνουμε τα εθίμα, παίζουν οι μπάντες του Ναυτικού, ανάβουμε τα κεράκια. Μετά τρώμε τα θαλασσινά, αυστηρά νηστίσιμα, μετά την Ανάσταση την μαγειρίτσα, καλά καθαρισμένη, τσουγκράμε τα κόκκινα αυγά.

Οι λειτουργίες, οι τελετές, τα έθιμα είναι τα γκέμια στην ουρά. Δεν είναι προετοιμασία και παρηγοριά για τον θάνατο που έρχεται αλλά η ληθη και η επιθυμία αναστολής του, που σταδιακά γίνεται πίστη αθανασίας. Από εμμενής και επικείμενος, ο θάνατος βγαίνει από τον τόπο και τον χρόνο μου, με τα εξαπτέρυγα του Επιτάφειου και με τα επικήδεια εγκώμια, «η ζωή εν τάφω» και το «γλυκύ μου έαρ» σε ελαφρολαική μορφή.

Ο Μοντάνιος προειδοποιεί ότι όταν μονιμοποιείται ο φόβος του θανάτου μεταμορφώνεται σε καταστροφικό άγχος. Είμαστε αιχμάλωτοι του δικού μας φόβου και όμηροι μιας εξουσίας που στηρίζεται στον πολλαπλασιασμό και την διαχείριση του άγχους.

Για τον Φρόιντ, ο φόβος δημιουργείται απο ορατές επικείμενες ή παρούσες απειλες. Αποτελεί αυτοσυντηρηση,  μιά ευλογη συναισθηματική αντιδραση σε εξωτερικο κινδυνο.  Το αγχος δεν εχει συγκεκριμενο αντικειμενο, ειναι μια διαχυτη ανησυχία, η εσωτερικευση του φοβου και η στροφή του ενάντια στον εαυτό. Ο αγχωμενος προβλεπει συνεχώς καταστροφες, ερμηνευει καθε συμπτωση ως κακο οιωνό ενώ καθε αβεβαιότητα γινεται προπομπός μεγάλων καταστροφών.  Ο φόβος του θανάτου σύνδεει το άτομο με την κοινωνία. Το αγχος οδηγει σε παθητικοτητηα και αποχωρηση.

Η διαχείριση του άγχους αποτελεί στρατηγική πειθάρχησης και ελέγχου του πληθυσμού. Οι πολιτικές αντιμετωπισης του ρισκου, απομόνωση, απόσταση, καταστολή, παρακολούθηση,  απαντούν στον φοβο αλλα ταυτόχρονα τον μετατρέπουν σε άγχος. Το ρισκο ως στρατηγική διαχειρίσης περνάει απο την κυβέρνηση και τις ασφαλιστικές εταιρείες στην προσωπικη μας ζωη, στην διαιτα, την γυμναστική και την ασκηση μεχρι τις σεξουαλικές πρακτικές. 

Η κινηση απο το ρισκο και τον φοβο στο αγχος σημαινει οτι δεν μπορούμε να εξορίσουμε τον θάνατο από το μυαλό μας. Το πρώτο και δυνατότερο από τα κοινά, ο θάνατος, διατηρει την κοινωνική συνοχή. Το αγχος την καταστρέφει. Δεν εχει χρόνο ή τόπο, αν βρουμε την αιτία του τοτε γίνεται φοβος. Ο φόβος είναι φίλος μας, το άγχος είναι ο εχθρός.

Μεγάλη Παρασκευή

Την Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την κηδεία. Η κηδεία, ο δεύτερος συμβολικός θάνατος βάζει τέλος στον θρήνο, μας ελευθερώνει από το αντικείμενο της αγάπης μας. Το αποθέτουμε στην μνήμη, διακόπτεται το πένθος, γυρίζουμε στις καθημερινές μας δουλειές, ξεχνάμε τον τρόμο του να μην υπάρχεις. Ξέρουμε βέβαια το τέλος στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα της ιστορίας. Όπως ξέρουμε και το δικό μας τέλος, αλλά η ιστορία μας κάνει να ξεχνάμε.

O μεγαλος φιλοσοφος Κικεργαρντ, γράφει ότι το άγχος ειναι αποτελεσμα απαγορευσης, ενός νόμου που δημιουργεί την επιθυμία παραβίασης του. Ετσι στον κήπο της Εδεμ, η απαγορευση του φρούτου της γνωσης διδάσκει  στους πρωτοπλαστους την υποχρέωση υπακοής αλλά ταυτόχρονα της επιθυμία και την απόλαυση της παραβασης.

Ο Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει την σχέση νόμου και επιθυμίας στην επιστολή στους Ρωμαίους: «Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις” (7:7). Μόνο επειδή ο νόμος απαγορεύει το αντικειμενο του δημιουργείται η επιθυμία και γεννιέται η ελευθερία. Η αντιφατική σχέση με τις κοινωνικές απαγορεύσεις και τον νόμο δημιουργεί το αγχος. Άγχος είναι να θέλεις ότι απαγορεύεται, να αμφιβάλεις τον νόμο.

Γράφει ο Μοντάνιος: «Που θα μας βρει ο θάνατος είναι αβέβαιο. Ας τον ψάξουμε παντού. Η προμελέτη του θανάτου είναι η προμελέτη της ελευθερίας. αυτός που έχει μάθει να πεθαίνει έχει ξεμάθει να είναι δούλος. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στη ζωή για εκείνον που καταλάβει ότι το τέλος της ζωής δεν είναι κακό: όταν γνωρίζουμε πως να πεθάνουμε έχουμε πετάξει  από πάνω μας κάθε υποταγή και περιορισμό».  Παράξενη ιδέα. Είμαστε ελεύθεροι όταν συλλογιζόμαστε και συμμεριζόμαστε τον θάνατο, όταν έχουμε αυτογνωσία αυτού που είναι το τέλος της συνείδησης και του εαυτού.

Το ακούσαμε την μεγάλη Πέμπτη. Η πιο ανθρώπινη σκηνή του δράματος παίζεται στον κήπο της Γεσθημανή, όταν ο Χριστός φοβισμένος, γεμάτος αγωνία γι’ αυτό που πρέπει να κάνει, στρέφεται στον Πατέρα του και αμφιβάλει την εντολή του:

«Πατέρα απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο … Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες;»

Ο Θεός γίνεται άνθρωπος των ανθρώπων, τίποτε πιο ανθρώπινο από την αμφιβολία, τον φόβο, την αντίρηση. Γιατί με εγκατέλειψες, μήπως δεν είσαι στοργικός πατέρας; Γιατί είναι ο νόμος σου άδικος; Η πρωταρχική θεοδικία, η δίκη, η αθωότητα και η καταδίκη του θείου ξεκινάει στην Γεσθημανή. Αμφιβολία, φόβος, άγχος και μαζί η υπέρβαση τους. Πριν κάθε ανάσταση, πριν κάθε νίκη, αγώνες και ήττες.

Σιγοστεκόμαστε, αμφιβάλουμε τις δυνάμεις μας, αμφισβητούμε τις πίστεις μας. Θρηνούμε για τα όνειρα, για τα οράματα που μπορεί να χαθούν αν δεν επιμείνουμε στην αρχική απόφαση.

Αλλά επιμένουμε με την αντοχή και την ανθεκτικότητα των αξιών και της γνωσης μας. Ο σκοπός μας κοινωνικοποιεί και να εξατομικεύει.  Ετσι ξεπερνάμε τον φόβο θανάτου, γινόμαστε αθάνατοι επειδή είμαστε θνητοί. Αν ο θάνατος είναι το τέλος και η μελέτη του ελευθερία, υπέρβαση του θανάτου είναι ο συλλογικός μας σκοπός. Αρετή να αφήσουμε  εμείς οι θνητοί, οι περατοί, σ’αυτά που θα κάνουμε μαζί, την δικιά μας πυραμίδα.