Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ θα λάβει χώρα στις 4-10 Νοεμβρίου του 1918, στο οποίο συμμετέχουν περί τα χίλια άτομα, μεταξύ αυτών και κάποιοι εκπρόσωποι Μικρασιατών εργατών.[1] Στο συνέδριο αυτό θα παρθούν σημαντικές αποφάσεις για τα «Βαλκανικά Ζητήματα». Συγκεκριμένα υπερψηφίστηκε η θέση:

Ads

«Προς επίλυσιν των εκκρεμών ζητημάτων ά ενδιαφέρουν την Βαλκανικήν και ειδικώς τη χώρα μας, το συνέδριον προτείνει:

1) Την παροχή πλήρους ελευθερίας εις τους πληθυσμούς των νήσων Κύπρου, Ίμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης και Δωδεκανήσων και Καστελορίζου, καθώς και της Β. Ηπείρου να καθορίζουν την τύχη των.

2) Πλήρες δικαίωμα παλιννοστήσεως και αποζημιώσεως (διά καταστροφάς τας οποίας υπέστησαν) διά τους βίαια εκδιωχθέντες διαφόρους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξαρτήτως φυλής, εις τους οποίους να παρασχεθούν τα μέσα επιστροφής.

Ads

3) Το σημερινό κράτος (σ.τ.σ. Οθωμανική Αυτοκρατορία) να μεταβληθεί εις μίαν ομοσπονδίαν αποτελουμένην εξ αυτόνομων βιλαετίων δημοκρατικώς οργανωμένων, ώστε οι εθνικότητες της Ανατολής να λάβουν αυτόνομον βίον και ούτω να εισέλθουν εις την Βαλκανικήν δημοκρατικήν ομοσπονδία».

Παρόμοια και πολύ πιο έντονη είναι η θέση άλλων ελληνικών κομμουνιστικών οργανώσεων που απαρτίζονται από Έλληνες της Μικράς Ασίας, που γνωρίζουν την πραγματικότητα της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση της «Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού», που καθοδηγείται από τον Παναγιώτη Τομπουλίδη, Πόντιο πρόσφυγα από το Καρς του Καυκάσου.[2] Η «Ελληνική Κομμουνιστική Ομάς Οδησσού» χρησιμοποιεί σαν βασικό αντεπιχείρημα στην επέμβαση του ελληνικού Στρατού κατά των μπολσεβίκων την ιμπεριαλιστική στάση της τσαρικής Ρωσίας που απειλούσε τις ελληνικές περιοχές της Ανατολής. Στην προκήρυξη που μοιράζει στον ελληνικό Στρατό που συμμετέχει στην αντιμπολσεβικική εκστρατεία της Αντάντ, γράφει ότι ο τσαρισμός «…ήθελε να πάρει την Τραπεζούντα, τη Μικρασία και την Κωνσταντινούπολη ακόμα»[3]. Θεωρεί αυταπόδεικτα τα ελληνικά δικαιώματα στις περιοχές αυτές.

Οι εντολές της Κομιντέρν

Η ένταξη του ΣΕΚΕ στην Κομιντέρν αρχίζει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η κρίση στην Ανατολή. Η βασική του θέση, όπως ψηφίστηκε στο ιδρυτικό συνέδριο, θα αγνοηθεί. Η προσέγγισή του για τον μικρασιατικό πόλεμο διαμορφώνεται πλέον από την απόφαση της Κομιντέρν που έφτασε στην Αθήνα τον Μάρτη του 1920 γραμμένη στα γερμανικά υπό τον τίτλο: «Thesen und Revolutionen des zweitesa Weltkongressen des Kommunistischen Internationalen».

Από τις επίσημες αναλύσεις του ΣΕΚΕ λείπει πλέον ολοκληρωτικά και η παραμικρή αναφορά στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Το μόνο που υπάρχει είναι τα συμφέροντα της «αγγλογαλλικής κεφαλαιοκρατίας»[4]. Το ΣΕΚΕ θεωρεί ότι το επιχείρημα της απελευθέρωσης των «υπόδουλων αδελφών» (τα εισαγωγικά του ΣΕΚΕ) είναι μόνο για μεγαλύτερη εκμετάλλευση του λαού από τους αστούς και βάθεμα της εξάρτησης της χώρας από τους ξένους. Και καλεί «τους εργάτας και χωρικούς της Ελλάδος» σε αντιπολεμικό αγώνα για την «οριστικήν επικράτησιν της σημαίας μας, διά την οριστικήν απολύτρωσίν μας από κάθε είδους ζυγόν, από κάθε εκμετάλλευσιν»[5]. Ο Σταυρίδης αναφέρει ότι σε μεταξύ τους συζητήσεις θεωρούσαν ότι ήταν «εκστρατεία απελευθερωτική ελληνικών πληθυσμών και ελληνικών εδαφών εφ’ όσον περιωρίζετο εις τα εδάφη της Συνθήκης των Σεβρών». Ακόμα και ερωτήματα έμπαιναν «γιατί δεν έρχεται εδώ να μας βοηθήσει με στρατόν της (σ.τ.σ. η Αγγλία) με αποβάσεις εις τον Εύξεινον Πόντον. Διά να κτυπήσει αμέσως τον Κεμάλ να τελειώνωμεν».[6]

Πάντως, οι Σοβιετικοί -σε αντίθεση με τους Ελλαδικούς κομμουνιστές που έχουν ιδεολογικοποιήσει τη συμπεριφορά τους- δεν έχουν καμιά ιδεολογική φόρτιση στις κατά καιρούς επιλογές τους. Αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης με όρους εξωτερικής πολιτικής και εξυπηρέτησης των ιδιαίτερων κρατικών συμφερόντων της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό φαίνεται από τις προσεγγίσεις τους τόσο προς τις ποντιακές οργανώσεις της Νότιας Ρωσίας τον Απρίλιο του ’20[7] -στην προσπάθεια διερεύνησης πιθανοτήτων επικοινωνίας και συνεργασίας με την ελληνική κυβέρνηση- όσο και με τις προτάσεις μέσω του Κορδάτου για διαμεσολάβηση και αυτονόμηση της Ιωνίας. Την άνοιξη του ’22 στάλθηκε στην Αθήνα ένας Σοβιετικός απεσταλμένος, που κάποιοι πιθανολογούν ότι ίσως ήταν ο Καρλ Ράντεκ, για να μεταφέρει μέσω του Γιάννη Κορδάτου μια πρόταση προς την ελληνική κυβέρνηση.

Οι Σοβιετικοί δήλωναν ότι ήθελαν να παρέμβουν στην ελληνοτουρκική διένεξη με στόχο να παραμείνουν οι Έλληνες στην Ιωνία με καθεστώς αυτονομίας. Όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος, ο Σοβιετικός απεσταλμένος τόνισε μεταξύ άλλων: «Γι’ αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μία μεριά τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες».[8]

Η αντιπολεμική εκστρατεία: «Σφυρί δρεπάνι/ελιά στεφάνι»

Η αντιπολεμική εκστρατεία του ΣΕΚΕ άρχισε με τη δημοσίευση σκληρών άρθρων κατά του πολέμου στην εφημερίδα «Η φωνή του εργάτη». Είχε προηγηθεί έκκληση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, η οποία βρισκόταν υπό βουλγαρικό έλεγχο, προς τους κομμουνιστές στρατιώτες να αντισταθούν στην εκστρατεία. Σταθμό στην αντιπολεμική στρατηγική αποτελεί η εκλογική συμμαχία με την, επίσης αντιπολεμική, αντιβενιζελική βασιλική παράταξη. Τα συνθήματα ήταν: «Οίκαδε», «Eπιστροφή από το μέτωπο», «Aποχώρηση του στρατού από τη Μικρά Ασία». Διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ένας αντιμικρασιατικός, αντιπολεμικός χώρος. Ουσιαστικά, το κοινό βασιλο-κομμουνιστικό μέτωπο που είχε δραστηριοποιηθεί στον συνδικαλιστικό χώρο από το 1919 υπήρξε η βάση της συγκρότησης του αντιπολεμικού κινήματος και η αιχμή της προεκλογικής πολιτικής τόσο του ΣΕΚΕ όσο και των μοναρχικών. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι το μοναρχικό κόμμα του Γούναρη πρόσφερε στο ΣΕΚΕ τριάντα θέσεις στους αντιβενιζελικούς συνδυασμούς.[9]

Η προεκλογική ρητορική του κόμματος «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» του Γούναρη ήταν απολύτως συμβατή με την αντίστοιχη ρητορική του ΣΕΚΕ. Αποκαλυπτικό γεγονός της παράδοξης εκείνης συνάντησης μοναρχικών και παλαιοελλαδιτών κομμουνιστών υπήρξε μια κομμουνιστική προεκλογική συγκέντρωση (Οκτώβρης ’20). Για την προεκλογική αυτή συγκέντρωση που έγινε από το ΣΕ(Κ)ΚΕ στην Αθήνα, ο Κορδάτος μάς ενημερώνει ότι έλαβαν μέρος 50.000 διαδηλωτές: «Δεν ήταν όμως κομμουνιστές όλοι. Ήταν αντιβενιζελικοί. Φοβόνταν να οργανώσουν δική τους διαδήλωση και πήραν μέρος στην κομμουνιστική. Γι’ αυτό ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας: “Κάτω ο Βενιζέλος, Κάτω ο πόλεμος…”. Μερικές κυρίες απ’ τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων της Πλατείας Συντάγματος έραιναν με άνθη τους διαδηλωτές και ήταν γελαστές και χαρούμενες. Φώναζαν μάλιστα “μπράβο, παιδιά. Σφυρί δρεπάνι”. Φυσικά ήταν φανατικές βασιλικές». Μας πληροφορεί, επίσης, ότι την εκδήλωση του ΣΕ(Κ)ΚΕ παρακολούθησαν κάποια στελέχη του μοναρχισμού, όπως οι Γεώργιος Βλάχος, Νίκος Κρανιωτάκης, και μας ενημερώνει ο Κορδάτος ότι: «Ήταν και αυτοί χαρούμενοι και δυο τρεις φορές χειροκρότησαν το ρήτορα Ευ. Παπαναστασίου».[10] Αναφέρεται ότι κατά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 πολλοί μοναρχικοί διπλοψήφισαν το ΚΚΕ και την Ηνωμένην Αντιπολίτευσιν του Γούναρη. Απ’ αυτή τη διαδικασία έμεινε γνωστό το σύνθημα: «Σφυρί δρεπάνι/ ελιά στεφάνι».[11]

Η αντίθεση του μοναρχικού χώρου στη βενιζελική πολιτική θα εκφραστεί με την υποτίμηση της Συνθήκης των Σεβρών και τη μοιραία απόπειρα κατά του Ελ. Βενιζέλου στο σταθμό Λιόν του Παρισιού. Οι συνέπειες αυτής της απόπειρας ήταν τρομακτικές. Κατ’ αρχάς, θα προκαλέσει την άγρια δολοφονία στην Αθήνα του Ίωνα Δραγούμη από βενιζελικούς μπράβους.[12] Από την άλλη, φαίνεται ότι η απόπειρα αυτή επέφερε την ψυχολογική κατάρρευση του Βενιζέλου και τον οδήγησε στην εγκληματική απόφαση για διενέργεια εκλογών εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου, τη στιγμή που όλοι του οι αντίπαλοι ήταν αντιπολεμικοί. Ο Μαυρογορδάτος γράφει γι’ αυτή την εκλογική εξέλιξη: «Δεν ψήφιζε ολόκληρο το Έθνος στις εκλογές, ούτε ψήφιζε μόνο αυτό. Υπήρχε μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ Κράτους και Έθνους. Μεταξύ Λαού και Έθνους. Δεν ψήφιζαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου, ούτε βέβαια οι Έλληνες των παροικιών. Ψήφιζαν όμως οι συμπαγείς μάζες αλλοεθνών (κυρίως Τούρκων, Βουλγάρων, Σεφαραδιτών Εβραίων και Αλβανών Τσάμηδων). Επιπλέον ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων εξακολουθούσε να βλέπει αδιάφορα ή και εχθρικά το μεγάλωμα της Ελλάδας. “Δεν τα θέλομε-Δεν τα θέλομε’’, κραύγαζε ρυθμικά το αντιβενιζελικό πλήθος για τη Θράκη και τη Σμύρνη…».[13]
 
Η πολιτική στο μικρασιατικό μέτωπο

Η αντιπολεμική δράση μελών του ΣΕΚΕ επεκτάθηκε και στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Τον Μάιο του 1921 ιδρύθηκε από το Κόμμα μια ειδική τριμελής Κεντρική Επιτροπή των Κομμουνιστών Στρατιωτών του Μετώπου, με σκοπό το συντονισμό των αντιπολεμικών ενεργειών. Όμως, η αντιπολεμική δράση στο μικρασιατικό μέτωπο οργανώθηκε από τη φράξια «Κομμουνιστική Ένωση», από την οποία αργότερα θα δημιουργηθεί το «Αρχείον του Μαρξισμού».[14] Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Στίνα, ο οποίος αναφέρει ότι η «δουλειά» αυτή δεν οργανώθηκε από το κόμμα αλλά από τη δική τους φράξια. Κατηγορεί επίσης την Κεντρική Επιτροπή του ΣΕΚΕ ότι δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να διατυπώνει απλά ειρηνιστική και φιλεργατική άποψη.[15]

Ο υπεύθυνος της κομμουνιστικής οργάνωσης στο Στρατό είναι ο Παντελής Πουλιόπουλος. Ο ρόλος των πυρήνων στο μέτωπο ήταν να υπονομεύσουν την πολεμική προσπάθεια, να επιταχύνουν την «ήττα των ιμπεριαλιστών», δηλαδή τη νίκη του κεμαλικού στρατού επί των Ελλήνων, και να διαδώσουν τις ιδέες για μια κομμουνιστική επανάσταση. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, βασικό τότε στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος, περιγράφει την οργάνωση των κομμουνιστικών αντιπολεμικών πυρήνων στο μέτωπο: «Μια ευρεία αντιπολεμική προπαγάνδα εις το μέτωπον και τα μετόπισθεν αναπτύσσεται. Οργανώνονται ενιαχού στρατιωτικοί κύκλοι προς μελέτη και συζήτηση. Ένα κόμμα αντιπολεμικό δημιουργείται στο μέτωπο». Οι πυρήνες που οργανώνονται στις μονάδες καταφέρνουν να έχουν σχετικά καλή λειτουργία και να εκδίδουν ακόμα και εφημερίδες. Το σύνθημα «Στα σπίτια μας» αρχίζει να διαδίδεται στο μέτωπο.[16]

Παράλληλα, η μοναρχική κυβέρνηση έστελνε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας όσους θεωρούσε ύποπτους κομμουνιστικών ιδεών, διευκολύνοντας την οργάνωση της ντεφετιστικής-υπονομευτικής δράσης των αντιπολεμικών πυρήνων. Έτσι, μετά την καταστολή της απεργίας της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως (τραμ, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, γκάζι και ηλεκτρικό της Αθήνας-Πειραιά) τον Νοέμβρη του 1921, επιστράτευσε τους σιδηροδρομικούς κατά εκατοντάδες και τους απέστειλε στο μέτωπο.

Ο Αλέξανδρος Γκούντας, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή ναύτης στο «Βέλος» και μέλος των αντιπολεμικών ομάδων που είχαν συγκροτηθεί με πρωτοβουλία κομμουνιστών φαντάρων, αναφέρει: «Εκείνο που μας ζήτησαν οι φαντάροι, για λογαριασμό της άγνωστης σε μας αντιπολεμικής οργάνωσης, ήταν έντυπο υλικό. Αποφασίσαμε να τους εξυπηρετήσουμε, ξέροντας ότι έτσι εξυπηρετούμε τον αντιπολεμικό αγώνα. Από το τέλος του 1920 αν θυμάμαι καλά, αρχίσαμε να μεταφέρουμε από την Ελλάδα στη Σμύρνη την εφημερίδα “Ριζοσπάστης” του ΣΕΚΕ που διεξήγαγε σφοδρό αντιπολεμικό αγώνα. Το “Βέλος”, στο οποίο υπηρετούσα εγώ, έκανε δυο ταξίδια τη βδομάδα ανάμεσα Πειραιά-Σμύρνη, για να μεταφέρει το ταχυδρομείο. Τώρα άρχισε να μεταφέρει και “Ριζοσπάστη”. Όχι εκατό, ούτε διακόσια φύλλα σε κάθε ταξίδι, αλλά χιλιάδες. Πολλές χιλιάδες. Υπήρχε τόση δίψα για “Ριζοσπάστη” ώστε δεν προφταίναμε να την κορέσουμε. Είμαι βέβαιος ότι τότε θα ξοδεύονταν περισσότερος “Ριζοσπάστης” στο μέτωπο από την υπόλοιπη Ελλάδα, μαζί και την Αθήνα...».[17]

Οι απόψεις του ΣΕΚΕ για τη μικρασιατική εκστρατεία χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά από την κεμαλική προπαγάνδα. Τα κυριότερα αντιπολεμικά άρθρα του «Ριζοσπάστη» -αλλά και τα αντιπολιτευτικά των βενιζελικών εφημερίδων μετά τον Νοέμβριο του 1920- ανατυπώνονται και ρίχνονται με αεροπλάνα στις ελληνικές γραμμές του μετώπου.[18]

Οι ευθύνες για την ήττα

Μετά την τελική επίθεση του τουρκικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 το ελληνικό μέτωπο καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Ο Δημήτρης Λιβιεράτος εκτιμά ότι η αντιπολεμική δράση των κομμουνιστικών πυρήνων είναι ο λόγος της γρήγορης κατάρρευσης του μετώπου. Γράφει: «Μέσα σε λίγες εβδομάδες ολόκληρο το μέτωπο καταρρέει, όχι τόσο από τα χτυπήματα του αντιπάλου όσο γιατί οι Έλληνες στρατιώτες βαρέθηκαν να πολεμάνε και γυρίζουν στα σπίτια τους. Κάνουν “απεργία” πολέμου κατά μια έκφραση της εποχής!!!».[19]

Παρόμοια, ο Αβραάμ Μπεναρόγια ισχυρίζεται ότι «η απεργία του στρατού στο μέτωπο έλυσε τη μικρασιατική τραγωδία».[20] Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Philip Carabot, αναφέροντας ότι η κομμουνιστική προπαγάνδα κατάφερε να απονομιμοποιήσει τη μικρασιατική εκστρατεία, να πάψουν να θεωρούν τη Μικρά Ασία ως εθνικό χώρο και να εμπνεύσει στους στρατιώτες μόνο αισθήματα επιστροφής στις πατρίδες τους και έτσι να πετάξουν τα όπλα τους τρέχοντας για τη Σμύρνη.[21] Μεγάλη ευθύνη αποδίδει και ο στρατηγός Παπούλας.[22] Τον ανορθολογισμό της στάσης της ΣΕΚΕ-ΚΚΕ εντοπίζει και ο Άγγελος Ελεφάντης.[23]

Αντίθετα, ο Νίκος Ψυρρούκης υποστηρίζει ότι η πολιτική επιρροή των κομμουνιστών ηγετών δεν είναι τόσο αποφασιστική ώστε να καθορίσει τις εξελίξεις.[24] Ενδιάμεση είναι η θέση του Σοβιετικού καθηγητή Α. Νόβιτσεφ. Στο βιβλίο του «Turtsia: Kratkayia Istoria (σελ. 161) γράφει: «Χάρη στην εκτεταμένη προπαγάνδα του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας (…) 100.000 φυγόστρατοι ή λιποτάκτες απέφυγαν τον ελληνικό Στρατό… Ομάδες των κομμουνιστών παλαιμάχων της Μικράς Ασίας καυχώνταν ότι είχαν παίξει “οργανικό” ρόλο διαδίδοντας τη σύγχυση και τον πανικό ανάμεσα στις ελληνικές μονάδες, τις κρίσιμες μέρες του Αυγούστου του 1922, όταν ο τουρκικός στρατός διέσπασε τις ελληνικές γραμμές… Αν και η αποτελεσματικότητα των κομμουνιστών πρακτόρων την κρίσιμη στιγμή δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, συνέβαλαν στην περαιτέρω διάσπαση του μετώπου όταν η τουρκική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της».

Πάντως, η επίσημη γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος εκφράστηκε με τη γραφίδα του γενικού γραμματέα Νίκου Ζαχαριάδη σε πρωτοσέλιδο άρθρο με τίτλο «Μια επιφύλαξη» στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στις 12 Ιουλίου 1935: «Η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του Ελληνικού λαού. Γι’ αυτό κι εμείς όχι μόνο δε λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία, μα και την επιδιώξαμε».[25]

Επίσης, χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η θέση του Ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ του Νοεμβρίου του 1918 για οργάνωση της Τουρκίας «εις μίαν ομοσπονδίαν αποτελουμένην εξ αυτόνομων βιλαετίων δημοκρατικώς οργανωμένων» απαλείφθηκε στην έκδοση του Α’ τόμου του «Δοκίμιου Ιστορίας του ΚΚΕ» που εξέδωσε το 2008 η Σύγχρονη Εποχή.

Παρ’ όλα αυτά, είναι γνωστό πλέον ότι τη βασική ευθύνη της μικρασιατικής ήττας φέρουν κυρίως οι μοναρχικοί, οι οποίοι σε διπλωματικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο διαχειρίστηκαν με τον πλέον ανορθολογικό τρόπο την ιστορική εκείνη πρόκληση. Η διαπίστωση αυτή υπήρξε κοινός τόπος σε όλους όσοι παρακολούθησαν τα γεγονότα από κοντά. Για παράδειγμα, χαρακτηριστική είναι η ανταπόκριση στην «Toronto Daily Star» του Αμερικανoύ συγγραφέα Ερνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway), που εκείνη την εποχή κάλυπτε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο: «Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από το Στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Αγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Οταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ήταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια τουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».[26]

Οι στρατιωτικοί αναλυτές περιγράφουν με σαφήνεια τα προβλήματα της ελληνικής πλευράς που επέφεραν αυτή την πλήρη ήττα: «Οι αρχές του πολέμου και οι κανόνες των επιθετικών και αμυντικών επιχειρήσεων αγνοούνταν ή παραβιάζονταν. Η πολυδιάσπαση των δυνάμεων σε πολλούς σκοπούς είχε ευρεία εφαρμογή, τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση.
Το τελικό αποτέλεσμα των όσων αναφέρθηκαν ήταν ότι κατά την περίοδο των μεγάλων επιχειρήσεων του 1921 αλλά και κατά την τελική μάχη του Αφιόν τον Αύγουστο του 1922, η Στρατιά Μικράς Ασίας ενεργούσε ασυντόνιστα. Η κάθε Μεραρχία έκανε τη δική της μάχη, ή και δεν συμμετείχε στη μάχη…

Η Στρατιά Μικράς Ασίας ήταν συστηματικά πιο αργή από τον τουρκικό Στρατό. Αντιλαμβανόταν πιο αργά, αποφάσιζε αργά, διέτασσε πιο αργά και ως εκ τούτου κινούταν και ενεργούσε πιο αργά από τις τουρκικές δυνάμεις. Και βασική αιτία αυτής της κατάστασης θεωρώ ότι ήταν οι επικρατούσες αντιλήψεις αναφορικά με τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, αλλά και οι διανοητικές δυνατότητες των, μετά την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920, ηγεσιών της Στρατιάς Μικράς Ασίας και των λοιπών Μεγάλων Μονάδων».[27]

Τραγική ήταν και η μοίρα όσων συμμετείχαν στους κομμουνιστικούς πυρήνες του μετώπου, οι οποίοι αγνοούσαν ότι οι κεμαλικοί ετοίμαζαν την εξόντωση των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Ανατολής. Όσοι κατέφυγαν στη Σμύρνη και αντιμετώπισαν τη σφαγή και την πυρπόληση της πόλης, μαζί και τους «ολίγους πολίτας κομμουνιστάς, οίτινες τους περιέθαλπαν», αποφάσισαν, φορώντας τη στρατιωτική τους στολή, να παρουσιαστούν στον Νουρεντίν, διοικητή της πόλης.[28]

Ο Σταυρίδης, πρώην γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, γράφει ότι του υπέβαλαν έγγραφο αίτημα και του μίλησαν προσωπικά αναφέροντας ότι «είναι κομμουνισταί, ότι ειργάσθησαν ντεφαιτιστικώς (σ.τ.σ. αντιπολεμικώς-υπονομευτικώς) εις τον ελληνικόν Στρατόν του μετώπου, ανέπτυξαν την θεωρίαν επί του χαρακτήρος της μικρασιατικής εκστρατείας ως ιμπεριαλιστικής διά λογαριασμόν των Άγγλων… και κατέληξαν εις την παράκλησιν όπως εφ’ όσον η Σοβιετική Ρωσία εβοήθησε την Τουρκίαν κατά τον πόλεμον αυτόν και είναι φίλη της Τουρκίας, παραδοθούν ούτοι υπό των τουρκικών αρχών εις την εν Αγκύρα σοβιετικήν πρεσβεία, ίνα ο πρεσβευτής Αράλοφ τους εξαποστείλη εις Ρωσίαν όπου και επιθυμούν να μείνουν… Την επομένην όμως οι κομμουνισταί στρατιωτικοί από το Φρουραρχείον, χωρίς καμμίαν εξήγησιν, μετήχθησαν και ερρίφθησαν με τους άλλους Έλληνας στρατιώτας αιχμαλώτους εις το στρατόπεδον αιχμαλώτων, απ’ όπου μετήχθησαν αργότερα εις τα βάθη της Μικράς Ασίας μαζί με αυτούς».

Ο Νουρεντίν[29], ο οποίος υπήρξε σκληρός Νεότουρκος εθνικιστής και είχε επιφορτιστεί με την οργάνωση της βίαιης εξώθησης ή εξόντωσης των ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών της Ιωνίας, δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα και τους απέστειλε ως αιχμαλώτους εις τα ενδότερα της Ανατολίας, απ’ όπου λίγοι μόνο επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
————————————–
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας , συγγραφέας. Πηγή του κειμένου το βιβλίο του «Μικρασιατική Καταστροφή. Από τη Λούξεμπουργκ και τον Γληνό στην ήττα και στο τραύμα», εκδ. Historical Quest, Αθήνα, 2019.

[1] Στο Β’ Συνέδριο του ΣΕΚΕ, τον Απρίλιο του 1920, αποφασίζεται η προσθήκη της λέξης «Κομμουνιστικό» στον τίτλο και γίνεται έτσι ΣΕΚΚΕ (Μανώλη Κόρακα, «Ο Ελληνικός συνδικαλισμός». Αναφορά από τον Λιβιεράτο Δημήτρη, «Το Ελληνικό Εργατικό Κίνημα 1918-1923», Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1976, σελ. 31, 45).

[2] Γιώργος Φαρσακίδης, Η πρώτη πατρίδα, β’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ., σελ. 111.

[3] Ελευθέριος Παυλίδης, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα, εκδ. Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων, 1953, σελ. 57-60.

[4] Προκήρυξη του «εκτελεστικού συμβουλίου των σοβιέτ των στρατιωτών της Ελλάδος», προς τους «Κομμουνιστές στρατιώτες του μετώπου». Το ΚΚΕ, επίσημα κείμενα, τόμ. Α’, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 170.

[5] Το ΚΚΕ, επίσημα κείμενα, ό.π., σελ. 104.

[6] Ελευθέριος Σταυρίδης, ό.π., σελ. 59, 60.

[7] ΑΥΕ, ΥΑΚ Φάκελος Α/4Α Διάφορα Πόντου, αρ. πρωτ. 3105, τηλεγράφημα, Τόπος Προελεύσεως Τιφλίς.

[8] Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμ. 13, εκδ. 20ός Αιώνας, 1958, σελ. 567.

[9] Γεώργιος Μαυρογορδάτος, ό.π., σελ. 254.

[10] Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμ. 13, εκδ. 20ός Αιώνας, 1958, σελ. 543-544.

[11] Ελ. Σταυρίδης, ό.π., σελ. 38.

[12] Η δολοφονία θα «διασώσει» τη φήμη του Δραγούμη. Ειδάλλως το πιθανότερο ήταν να πέσει στην αφάνεια ως ιστορικό πρόσωπο, όπως ο Αθ. Σουλιώτης-Νικολαΐδης. Με τη δολοφονία «αγιοποιήθηκε» ένας μέτριος διανοούμενος, που αγνοούσε απολύτως τις πραγματικές ανάγκες της εποχής που ζούσε.

[13] Γ. Μαυρογορδάτος, ό.π., σελ. 129.

[14] Κώστας Παλούκης, Η οργάνωση «Αρχείον του Μαρξισμού», μεταπτυχιακή εργασία στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, 2004.

[15] Άγις Στίνας, ό.π., σελ. 41.

[16] Δημήτρης Λιβιεράτος, ό.π., σελ. 76.

[17] Λέανδρος Μπόλαρης, «90 χρόνια από το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας: Το κίνημα ενάντια στον δεκαετή πόλεμο», εφημ. «Εργατική Αλληλεγγύη», 12 Σεπτεμβρίου 2012.

[18] Δημήτρης Λιβιεράτος, ό.π., σελ. 101.

[19] Δημήτρης Λιβιεράτος, ό.π., σελ. 76.

[20] Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Αθήνα, 1975, σελ. 157, 34.

[21] Philip Carabot, «The Greek “communists” and the Asia Minor campaign», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τεύχ. 9, Αθήνα, 1992, σελ. 118.

[22] Αναστάσιος Παπούλας, Η αγωνία ενός Έθνους, Αθήνα, 1925, σελ. 173. Ο Παπούλας, αρχιστράτηγος του μικρασιατικού μετώπου, είχε παυθεί την άνοιξη του ’22 και είχε οριστεί ως αντικαταστάτης του ο Χατζηνέστης. Ο Παπούλας θεωρεί ότι η κομμουνιστική υπονόμευση ήταν η κύρια αιτία της κατάρρευσης: «Και μόνον οι επιμένοντες σκοπίμως να μυωπάζουσι, θα εξακολουθούν σκιαμαχούντες κατά ανυπάρκτων ετέρων αιτιών».

[23] Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, χ.χ. σελ. 38.

[24] Ψυρρούκης Νίκος, Η Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα, εκδ. Επικαιρότητα, 1982, σελ. 183.

[25] «O Νίκος Ζαχαριάδης για τη Μικρασιατική Καταστροφή» https://kars1918.wordpress.com/2012/10/06/zahariadis-theodoridis/ Ο Ζαχαριάδης συνόδευε την εκτίμησή του αυτή με μια ισχυρή κριτική των αντινομιών του ενδοελλαδικού αστισμού και της «Μεγάλης Ιδέας». Στις «Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ», ο Ζαχαριάδης κάνει μια αποτίμηση της «Μεγάλης Ιδέας» και του ενδοελλαδικού αστισμού:
«Στη βάση της “Μεγάλης Ιδέας” έστεκε μια αντινομία που προδίκαζε την ίδια της την αποτυχία, γιατί ενώ η επίδοση σε τέτοιους μεγάλους καταχτητικούς σκοπούς απαιτούσε να υπάρχει γερή εσωτερική οικονομική βάση και άνθιση και στέρεη κοινωνική και πολιτική οργάνωση, που θα ήταν ικανές να κρατήσουν τόσο βαρύ φορτίο, η “Μεγάλη Ιδέα” ανέβαλλε την εξασφάλιση των προϋποθέσεων αυτών της επιτυχίας ύστερ’ από την πραγματοποίησή της».

[26] «Ο Χεμινγουαίη για την ήττα στη Μικρά Ασία», https://kars1918.wordpress.com/2011/10/30/ernest-miller-hemingway/

[27] Βασίλειος Λουμιώτης, «Αίτια της Αποτυχίας και της Ήττας του Ελληνικού Στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία», https://belisarius21.wordpress.com/ (πρόσβ. 10-11-2017).

[28] Ελ. Σταυρίδη, ό.π., σελ. 104-5.

[29] Για την πολιτική του Νουρεντίν και του Μουσταφά Κεμάλ μετά το τέλος του πολέμου και την αποχώρηση του ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία βλ. το αφιέρωμα Ιστορίας στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 22-9-2013,
https://kars1918.wordpress.com/2013/09/23/who-burned-down-izmir/

* To tvxs.gr με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή παρουσιάζει ένα μεγάλο αφιέρωμα με κείμενα του Βλάση Αγτζίδη, διδάκτορα σύγχρονης Ιστορίας και συγγραφέα με ερευνητικά πεδία τη διαδικασία μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην εποχή των εθνών-κρατών και την ιστορική εμπειρία του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Πηγή του παραπάνω κειμένου είναι το βιβλίο του «Μικρασιατική Καταστροφή. Από τη Λούξεμπουργκ και τον Γληνό στην ήττα και στο τραύμα», εκδ. Historical Quest, Αθήνα, 2019.

Διαβάστε άλλα άρθρα του αφιερώματος:

Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή: Ενδοελληνικές αντιθέσεις
«Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;»
Ξαναδιαβάζοντας τη Μικρασιατική Καταστροφή
Μικρασιατική Καταστροφή και δεξιός αναθεωρητισμός
Οι Ρωμιοί στην οθωμανική κοινωνία
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ για το εθνικό ζήτημα και το ζήτημα της Ανατολής
Όταν ο Γληνός «συνάντησε» τη Λούξεμπουργκ: Προσεγγίζοντας το Ζήτημα της Ανατολής και το κίνημα των Νεότουρκων
Η δομή της οθωμανικής κοινωνίας
Ξαναδιαβάζοντας τη Μικρασιατική Καταστροφή 
► 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή: Τα πραγματικά μυστήρια της Αιγηίδος

Δύο γραμμές για το Ζήτημα της Ανατολής: Λένιν vs Λούξεμπουργκ 
 Ο
ι θέσεις των Γληνού και Σκληρού για τους Νεότουρκους 
► Τουρκικός εθνικισμός και γερμανικός ιμπεριαλισμός
Το νεοτουρκικό σχέδιο για τις μειονότητες 
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η σοβιετική στάση