Τους λόγους που τον οδήγησαν να διαρρεύσει χιλιάδες εμπιστευτικά έγγραφα και να αποκαλύψει τους τρόπους με τους οποίος ο τεχνολογικός γίγαντας Uber προσέγγισε ηγέτες, ανώτατους αξιωματούχους και δισεκατομμυριούχους, στο πλαίσιο μιας μυστικής επιχείρησης λόμπινγκ που στόχευε στην παγκόσμια επέκτασή του, παραβιάζοντας συχνά τους νόμους, εξηγεί ο Ιρλανδός λομπίστας Mark MacGann σε αποκλειστική συνέντευξη στον Guardian.

Ads

Ο άνδρας που ηγήθηκε των προσπαθειών της Uber να κερδίσει τις κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, εμφανίστηκε για να αποκαλυφθεί και ο ίδιος ως η πηγή της μαζικής διαρροής.

Ο 52χρονος Mark MacGann διατέλεσε μέλος της κορυφαίας ομάδας της Uber και φέρει μερίδιο ευθυνών, όπως λέει ο ίδιος, αφού η Uber εν γνώσει του παραβίασε τους νόμους σε δεκάδες χώρες και παραπλάνησε τους ανθρώπους σχετικά με τα οφέλη για τους οδηγούς του μοντέλου οικονομίας της εταιρείας, γεγονός για το οποίο αισθάνεται τύψεις.

«Είμαι εν μέρει υπεύθυνος», είπε. «Ήμουν αυτός που μιλούσα με τις κυβερνήσεις, ήμουν αυτός που το πίεζα αυτό με τα μέσα ενημέρωσης, ήμουν αυτός που έλεγα στους ανθρώπους ότι πρέπει να αλλάξουν τους κανόνες γιατί οι οδηγοί θα επωφεληθούν και οι άνθρωποι θα είχαν τόσες οικονομικές ευκαιρίες» ανέφερε ο MacGann.

Ads

«Όταν αποδείχθηκε ότι δεν ήταν έτσι – στην πραγματικότητα είχαμε πουλήσει στους ανθρώπους ένα ψέμα – πώς μπορείς να έχεις ήσυχη τη συνείδησή σου;», συνέχισε.

Η θέση που κατείχε ο MacGann στην Uber μεταξύ 2014 και 2016 τον έβαλε στο επίκεντρο των αποφάσεων καθώς εκείνη την περίοδο η πολυεθνική εταιρεία εισερχόταν στις αγορές παραβιάζοντας τους νόμους περί αδειοδότησης ταξί.

Από πλευράς του, επόπτευε τις προσπάθειες της Uber να πείσει τις κυβερνήσεις να αλλάξουν τους κανονισμούς για τα ταξί και να δημιουργήσουν ένα πιο ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον σε περισσότερες από 40 χώρες. Όπως λέει, η ευκολία με την οποία η Uber διείσδυσε στα υψηλότερα κλιμάκια εξουσίας σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ρωσία ήταν «μεθυστική» αλλά και «βαθιά άδικη» και «αντιδημοκρατική».

«Λυπάμαι που υπήρξα μέλος μιας ομάδας ανθρώπων που παραποίησαν τα γεγονότα για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των οδηγών, των καταναλωτών και των πολιτικών ελίτ», λέει σήμερα.

«Θα έπρεπε να είχα δείξει περισσότερη κοινή λογική και να είχα πιέσει περισσότερο για να σταματήσω την τρέλα. Είναι καθήκον μου να μιλήσω τώρα και να βοηθήσω τις κυβερνήσεις και τους βουλευτές να διορθώσουν ορισμένα θεμελιώδη λάθη. Ηθικά, δεν είχα άλλη επιλογή σε αυτό το θέμα», τόνισε ο ίδιος.

Ο Guardian ηγήθηκε μιας παγκόσμιας έρευνας για τα αρχεία της Uber που διέρρευσαν, μοιράζοντας τα δεδομένα με οργανισμούς μέσων ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο μέσω της Διεθνούς Κοινοπραξίας Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ).

Απαντώντας στην έρευνα, η Uber αναγνώρισε προηγούμενες αποτυχίες, αλλά επέμεινε ότι η εταιρεία είχε μεταμορφωθεί από το 2017 υπό την ηγεσία του νέου διευθύνοντος συμβούλου της, Dara Khosrowshahi.

«Δεν έχουμε και δεν θα προβούμε σε δικαιολογίες για συμπεριφορά του παρελθόντος που σαφώς δεν συνάδει με τις σημερινές μας αξίες», είπε ένας εκπρόσωπος.

Τα αρχεία Uber αποτελούνται από εμπιστευτικά εταιρικά δεδομένα, παρουσιάσεις εταιρειών, ενημερωτικές σημειώσεις, αναφορές ασφαλείας και δεκάδες χιλιάδες μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και WhatsApp, iMessage και ανταλλαγές συνομιλιών με διάφορους παράγοντες.

Μεταξύ αυτών είναι ο Travis Kalanick, ο μάχιμος συνιδρυτής και στη συνέχεια διευθύνων σύμβουλος της Uber, ο David Plouffe, πρώην βοηθός της εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα που έγινε ανώτερος αντιπρόεδρος στην Uber, και η Rachel Whetstone, βρετανική στέλεχος δημοσίων σχέσεων που είχε επίσης ανώτερους ρόλους στην Google, Facebook και τώρα Netflix.

Ο MacGann είναι ένας ασυνήθιστος πληροφοριοδότης. Ήταν ανώτερο στέλεχος, συμμετείχε ενεργά σε κάποια από τα αδικήματα που επιδιώκει να αποκαλύψει, αλλά και του πήρε περισσότερα από πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή του από την εταιρεία για να μιλήσει.

Ο MacGann φέρεται να κατέληξε σε εξώδικο συμβιβασμό με την Uber μετά από δικαστική διαμάχη σχετικά με την αμοιβή του. Είπε ότι του απαγορεύτηκε να συζητήσει τη νομική του διαμάχη, αλλά αναγνώρισε ότι είχε προσωπικά παράπονα με την εταιρεία, η οποία, όπως ισχυρίζεται, «υποτίμησε τον ρόλο του ως συνομιλητή με την κυβέρνηση και απέτυχε στο καθήκον της να τον φροντίζει».