«Στην αδερφή μου και τα φρούτα μας», αναγράφει εκείνη η μικρή, ταπεινή αφιέρωση λίγο πριν ξεκινήσουν οι υπέροχες ιστορίες της Νένας Φιλούση που συνθέτουν την έκδοση του Βακχικόν με τίτλο Φρούτα στο Πιάτο και Άλλες Τρυφερότητες. Ίσως να πρόκειται για την νεκρή φύση από λάδια στο εξώφυλλο του βιβλίου. Ο πίνακας του Κώστα Στάθη ταιριάζει απόλυτα στην ελάχιστη εκείνη αφιέρωση που στις λιγοστές της λέξεις πυκνώνει την μνήμη και την τρυφερότητα της δημιουργού.

Ads

Και έπειτα ακολουθεί το Intro, μια επισκόπηση της ιστορίας  μιας ανάπηρης κυπριακής δημοκρατίας. Τα χρόνια και οι ατμόσφαιρες διατρέχουν το εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης που θα μπορούσε να σταθεί σαν μια αποτύπωση της σύγχρονης ιστορίας. Μιας ιστορίας που με την επανάληψή της κατορθώνει να σκεπάσει με λήθη και αίσθηση συντελεσμένου και αναντίρρητου όλα εκείνα τα φοβερά γεγονότα που άλλαξαν για πάντα το αφήγημά της.

Η τελευταία μεγάλη καταστροφή του ελληνισμού μένει πίσω στις καλένδες του παρελθόντος καθώς οι δεκαετίες, εξωφρενικές και πληθωρικές φέρνουν στο προσκήνιο τα χρόνια της ευμάρειας, τις δεκαετίες της λήθης. Χρόνια σπαρμένα με δάνεια και δηλώσεις κοινωνικών φρονημάτων και το δημοσιοϋπαλληλικό όνειρο. Χρόνια ίδια με αυτά εδώ που κυλούν ανέμελα, ξέγνοιαστα μες στο τρομερό που κουβαλάνε.

Η Νένα Φιλούση σε μια άλλη νεκρή φύση γράφει.

«Το ΄80 ξαφνικά είχαμε τρόφιμα άφθονα, επεξεργασμένα, από διάφορες χώρες. Το φρέσκο γάλα πήγε στα χωριά σε συσκευασία λίτρου. Φούντωσαν και οι  βιομηχανίες παραγωγής ποικίλων προϊόντων. Από μπιφτέκια και μπλουζάκια μαζικής παραγωγής μέχρι χαλάκια εισόδου κατά παραγγελία. Τότε ήταν που γέμισαν οι βεράντες και τα καφενεία με πλαστικές καρέκλες. Οι πλούσιοι επιδείκνυαν αυτό που αργότερα γνώρισαν και επιπόθησαν όλοι, το ντιζάιν. Η επιτήδευση δεν λογιότανε επιτήδευση, επειδή ήταν τρόπος ζωής. Μεθοδικά δημιουργήθηκε το απόλυτο όνειρο».

Ads

Σε αυτές τις γραμμές, περιεκτικά, βάζοντας τις τελείες της εκεί που τα πράγματα αποκτούν μια άλλη ταχύτητα, μια άλλη κατεύθυνση η συγγραφέας αφηγείται την συγκλονιστική, νεότερη ιστορία του αιώνα που σβήνει. Το εμπόριο που δεν γνωρίζει γεωγραφίες αλλάζει το πρόσωπο αυτού του κόσμου, θυμίζει ένα σαρωτικό ποτάμι που κουβαλά το καινούριο και το αδοκίμαστο, την στιγμή που με την ορμή του συντρίβει το παλιό, εκείνο που συνηθίσαμε, εκείνο το ελάχιστο που μας ανέθρεψε και που σήμερα στέκει ιδέα κεντρική ενός ρομάντζο λήθης και νοσταλγίας.

Στο Intro της Νένας Φιλούση μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει την ιστορία που οι άνθρωποι είπαν όνειρο. Η αίσθηση της ανέχειας, η ανάγκη της επινοητικότητας και της υπομονής παραχωρεί την θέση της στην αθρόα, παγκόσμια παραγωγή που μεταβάλλει για πάντα τους όρους της ζωής μας.

Με φόντο τον κόσμο που αλλάζει για πάντα, η Νένα Φιλούση περνά στις ιστορίες της, αυτοτελή διηγήματα προικισμένα με την τεχνοτροπία της απλής, καθημερινής ζωής. Η πινακοθήκη της ανακαλεί πρόσωπα χαμένων φίλων, πατεράδων, προγόνων, στα λόγια και τις πράξεις τους σκύβει να πιει το δίκαιο και την προσφορά. 

Η συγγραφέας θυμίζει τον ομηρικό Οδυσσέα όταν κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, γυρεύοντας την απάντηση, όχι για τον δρόμο της επιστροφής μα για την ρίζα του που χάθηκε μες σε ατέρμονα ταξίδια. Και η ίδια κατορθώνει και βρίσκει τις σκηνογραφίες ενός κάποιου καιρού, φέρνει στο φως τις εμπειρίες, τα ακούσματα, την αίσθηση ενός κάποιου καιρού και μας αφήνει αφηγήματα χνάρια, κομμάτια από την μυθιστορηματική ανθρώπινη ζωή. Χώροι και χρόνοι που παραμένει αδύνατο να υπολογιστούν ανοίγονται μες στις σελίδες των Φρούτων που φέρνουν στο προσκήνιο οι εκδόσεις Βακχικόν και τίτλοι όπως Άρωμα Λεμόνι, Αύγουστος, Ψάρια, Η Παξινού και άλλα.

Η Νένα Φιλούση είναι μια πεταλούδα που ελεύθερη πετά τριγύρω από το βολάν της μνήμης, απλώνει το χέρι με ευλάβεια και νοσταλγία ανίκητη σε εκείνο το περιβόλι το φραγμένο από λήθη και απόσταση. Η θάλασσα που την χωρίζει από τις ιστορίες της στεγνώνει και η ίδια ξεπατικώνει τις λέξεις της από το αδειανό πουκάμισο του χρόνου. Τα αφηγήματα της Νένας Φιλούση τινάζουν εκείνη την τρικυμισμένη σκόνη που γεννά το άθροισμα του χρόνου.

Μιλούν για τον έρωτα, αυτήν την τρομερή αρρώστια, κάνουν λόγο για αναχωρήσεις, για λησμονημένα βλέμματα, για φιλιά που δεν δόθηκαν , για εκείνο τον καιρό που κουβαλούσε βυσσινάδα και νιότη μα τώρα πια ξεφτίζει. Απομένει στις λέξεις να δοκιμάσουν να φτιάξουν λίγη από εκείνη την ατμόσφαιρα. Μένει στις ψυχές να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους για όσα χαθήκανε, για τα πρόσωπα που λείπουν, για την ησυχία και την μοναξιά που γίνηκαν κομμάτια μες στο πολύβουο πλήθος.

Η Νένα Φιλούση στέκει απέναντί μου και με κοιτάζει από το σύντομο βιογραφικό σημείωμα της έκδοσης του Βακχικόν. Με μια παρουσία είκοσι και πλέον χρόνων στα λογοτεχνικά πράγματα, με τίτλους όπως Μνημοροή των εκδόσεων Ιωλκός και Υπόλοιπο Λογαριασμού από την Βιβλιοεκδοτική συστήνεται στο κοινό της. Το 2010 τιμάται με το κυπριακό κρατικό βραβείο διηγήματος με το Ας Ρώταγες ποιον Αγαπάω των εκδόσεων Παράκεντρο.

Και έρχεται σήμερα με τα Φρούτα στο Πιάτο και άλλες Τρυφερότητες  να θυμηθεί την ζωή κάποτε, την πρωτόγονη και ιερή βιογραφία του κόσμου. Περπατά ξυπόλητη πάνω από τα ίδια μέρη,  εισβάλλει σε δωμάτια που αμέσως λούζονται στο φως, τα πόδια της βρέχουν περασμένα νερά . Και κάθε της λέξη, κάθε μικρή και μεγάλη ποίηση που κατορθώνει και φτιάχνει, δεν είναι τίποτε περισσότερο από την απόσταση που μηδενίζεται.

Μια απόσταση από τον αποχαιρετισμό ως την νοσταλγία και ως τις καρδιές μας ακόμη. Εκείνες των αναγνωστών που στην καινούρια έκδοση του Βακχικόν εφευρίσκουν την επιδέξια ύφανση της ατμόσφαιρας. Η Νένα Φιλούση φωτίζει τις ιστορίες της και αφήνει γλαφυρά το προσωρινό να επιβάλλει την θαυμάσια οικονομία του. Από τις εκδόσεις Βακχικόν με την εξαιρετική νεκρή φύση του Κώστα Στάθη στο εξώφυλλο να αναβλύζει τις χιλιάδες μυρωδιές  από τα εκλεκτά αφηγήματα που σκεπάζουν τις σελίδες της έκδοσης.

image

* Απόστολος Θηβαίος