Η αυθαίρετη εισβολή σε ένα κυρίαρχο κράτος, όπως η Ουκρανία σπέρνοντας θάνατο και καταστροφή δεν μπορεί να διακαιολογήσει με οποιονδήποτε τρόπο την πολιτική ηγεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ανεξάρτητα από τους ιστορικούς και πολιτικούς λόγους, οι οποίοι υπάρχουν.

Ads

Oπως δεν  μπορεί να δικαιολογηθεί, ανεξάρτητα από την ανικανότητα της Ευρώπης να κατανοήσει τη διαχρονική στρατηγική και ψυχολογική σημασία της Ουκρανίας για τη Ρωσία. Η Ρωσία έχει άδικο γιατί εν έτει 2022 ο πόλεμος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση αποτελέσει απάντηση, πόσο μάλλον προληπτικού χαρακτήρα.

Για όλους τους παραπάνω λόγους η Ρωσική Ομοσπονδία πρέπει να σταματήσει την εισβολή στην Ουκρανία όμως, είναι πλέον σαφές ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν σκοπεύει να κάνει πίσω. Οι φωνές διαφωνίας στο εσωτερικό της Ρωσίας που δεν είναι λίγες, δεν εκφράζονται, λόγω του καταναγκασμού και του φόβου. Άρα, ποιος μπορεί να τον σταματήσει;

Η Κίνα, η Τουρκία, το Ισραήλ αυτοανακηρύχθηκαν υποψήφιες για αυτόν τον ρόλο, αλλά εφαρμόζουν πολιτικές και οικονομικές ατζέντες με ελάχιστα κοινά σημεία με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Από γεωπολιτική προοπτική, το ηθικό και πολιτικό καθήκον θα έπεφτε, επομένως, στη λεγόμενη Δύση. Έχει όμως η Δύση αυτή τη δυνατότητα;

Ads

Η απάντηση είναι καταφατική, αλλά η επιλογή παροχής όπλων στην Ουκρανία και στον πρόεδρο Ζελένσκι για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία μοιάζει αντιφατική και αδιέξοδη. H επιλογή αυτή μοιάζει με τη χειρονομία εκείνων που πιστεύουν ότι μπορούν να σβήσουν τη φωτιά με πετρέλαιο: ακόμη και αν γίνει καλή τη πίστει, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.

Η θλιβερή διάκριση μεταξύ «επιθετικών» και «αμυντικών» όπλων χρησιμοποιείται από όσους θέλουν να χρησιμοποιήσουν όπλα. Με ποιο τρόπο τα όπλα που στάλθηκαν στην Ουκρανία θα καταφέρουν να συμβάλουν στην ειρήνη, να σώσουν ζωές, να σταματήσουν τον εισβολέα, να τερματίσουν τον πόλεμο;

Το αντίθετο επιχείρημα, ότι χωρίς όπλα η κατάσταση θα ήταν ακόμη χειρότερη δεν ισχύει. Πράγματι, θα είχαμε πιθανώς δει μια σχεδόν άμεση κατάπαυση του πυρός και ίσως ένα γύρο ουσιαστικών διαπραγματεύσεων. Η επιλογή αυτή δε σημαίνει πράσινο φως στον επιτιθέμενο, ούτε υπονοεί άνευ όρων παράδοση. Η αρχή της αποστολής όπλων και η τακτική ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση του οπλοστασίου του Κιέβου είναι ο προθάλαμος του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Για κάποιους ίσως είναι μια επιλογή, για εμάς δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε σκέψη.

Γίνεται ήδη λόγος για την επέτειο της 9ης Μαΐου (ημέρα κατά την οποία -όχι τυχαία- γιορτάζεται ταυτόχρονα η σοβιετική νίκη επί του ναζισμού και η Ημέρα της Ευρώπης) ως πιθανή αλλαγή επιπέδου: Από την «ειδική επιχείρηση» στην Ουκρανία (η οποία ακολουθεί πιστά στη διαλεκτική πολέμου την περίφημη και αποτυχημένη «επιχείρηση διεθνούς αστυνόμευσης» στο Ιράκ) μέχρι τη γενική κινητοποίηση των ρωσικών δυνάμεων και των συμμάχων τους. Ολοκληρωτικός πόλεμος, εν ολίγοις.

Η ρωσική τηλεόραση, που κακώς δεν επιτρέπεται να βλέπουμε στην Ευρώπη, τον αναφέρει πια ανοιχτά, με prime time εκπομπές να περιγράφουν λεπτομερώς χρόνους και μεθόδους υποθετικής καταστροφής μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.

Έχουμε εμείς οι Ευρωπαίοι το δικαίωμα να γνωρίζουμε από τις Βρυξέλλες και τις εθνικές κυβερνήσεις πόσο μακριά είναι πρόθυμη να φτάσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ή όχι;

Η Ευρώπη σε διάστημα δύο μηνών από τη μοιραία 24η Φεβρουαρίου έχει πληρώσει περίπου 63 δισ. ευρώ στη Ρωσία για άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο και 10 δισεκατομμύρια ευρώ στην Ουκρανία σε όπλα. Έπειτα από 70 μέρες είναι σαφές ότι ακολουθούμε τις ΗΠΑ, οι οποίες μέσω των τηλεοπτικών δηλώσεων ενός Προέδρου για τις επιλογές του οποίου οι ίδιοι οι Αμερικανοί αρχίζουν τώρα να αμφιβάλλουν, έχουν προσθέσει έναν νέο στόχο: από τη συμβολή στην αυτοάμυνα της Ουκρανίας, στην αποδυνάμωση της Μόσχας.

Εάν ο Πρόεδρος Μπάιντεν θέλει να τιμωρήσει τον Πρόεδρο Πούτιν (καθησυχάζοντας τον λαό του ότι δεν θα έχει μεγάλες συνέπειες, παραδεχόμενος έτσι εμμέσως ότι οι συνέπειες θα γίνουν αισθητές αλλού, δηλαδή στην Ευρώπη) η τελευταία δεν πρέπει να τιμωρήσει τον Ρώσο Πρόεδρο επειδή πρόκειται για ένα «μπούμερανγκ» του οποίου οι οικονομικές επιπτώσεις γίνονται ήδη αισθητές. Και του οποίου τις ανθρώπινες και ανθρωπιστικές επιπτώσεις δεν θα θέλαμε καν να φανταστούμε.

Η αμερικανική κλιμάκωση δεν κρύβεται: 3,4 δισεκατομμύρια διατέθηκαν για όπλα σε 66 ημέρες, 30 δισεκατομμύρια επιπλέον διατέθηκαν την τελευταία εβδομάδα. Και όλα αυτά όταν όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι το ρωσικό οπλοστάσιο είναι τεράστιο. Και ότι μια γενική ρωσική κινητοποίηση θα έκανε τον στρατό της χώρας αριθμητικά «ανεξάντλητο», αφού εξακολουθεί να είναι ο Κόκκινος Στρατός ακόμη και αν έχει αντικαταστήσει το κόκκινο αστέρι με ένα απίθανο «Ζ»,  και παρά τα φαινόμενα έλλειψης στην οργάνωση του, που έχουν παρατηρηθεί. Η Ρωσία δεν είναι το Ιράκ, η Ρωσία δεν είναι η Συρία, η Ρωσία δεν εξασθενεί. Θα ήταν τραγικό λάθος να ακολουθήσουμε τις πολεμοκάπηλους σε αυτές τις επικίνδυνες επιλογές.

Το ανησυχητικό ερώτημα του εάν «αξίζει η Ουκρανία τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» θυμίζει το τραγικό ερώτημα που τέθηκε το 1939, «να πεθάνουμε για το Γκντανσκ;». Ωστόσο πρόκειται για μία διαφορετική εποχή και συγκυρία καθώς και για μία διαφορετική γεωπολιτική σκακιέρα.

Η Δύση φαίνεται να έχει «ξεχάσει» τη διπλωματία. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες καυχώνται για τις διαδοχικές οικονομικές κυρώσεις που εξακολουθούν να έχουν σχετικά μικρό αντίκτυπο σήμερα, αλλά που θα πλήξουν τόσο τους Ρώσους όσο και τους Ευρωπαίους αύριο. Ο ΟΗΕ, από την πλευρά του, κινήθηκε έπειτα από 63 ημέρες πολέμου, δεχόμενος ταπεινωτική μεταχείριση στο πρόσωπο του Γενικού Γραμματέα Γκουτιέρες στη Μόσχα, όπως και στο Κίεβο. Είναι αυτή αξιόπιστη  διπλωματία;

Παρά το γεγονός ότι στην ιστορία της η Δύση δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη,  οι επιλογές της δείχνουν μυωπικές και αμφιβόλου αποτελέσματος.  Είναι δυνατόν οι μόνες επιλογές των δυνάμεων της Δύσης να είναι η επιβολή κυρώσεων και να δοθούν περισσότερα όπλα; Από την αυγή του κόσμου, τα όπλα σημαίνουν θάνατο ανεξαρτήτως πλευράς, ιδεολογικής κατεύθυνσης και ηλικίας, σημαίνουν εκτοπισμό και προσφυγιά.

Τι θα συμβεί, επαναλαμβάνουμε, αν μετά τις 9 Μαΐου ο Πούτιν αποφασίσει να εγκαταλείψει τη ρητορική της «ειδικής επιχείρησης» για να κηρύξει επίσημα πόλεμο; Να εμπλέξει τους συμμάχους του και να χρησιμοποιήσει βαρύτερα όπλα; Τι θα γινόταν αν αμέσως μετά μια τέτοια κλιμάκωση οδηγούσε στην εισβολή στην Υπερδνειστερία, πρακτικά ένα μικρότερο Ντονμπάς, αλλά στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Θέλουμε πραγματικά να διακινδυνεύσουμε η Ουάσιγκτον να συμβάλει σε πρόκληση Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, καλώντας στη συνέχεια την αμερικανική πλευρά να μας «απελευθερώσει»; Άλλο το 1945, άλλο το 2022, άλλο το Σχέδιο Μάρσαλ τότε και άλλο ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη σε ένα, δυο ή τρία χρόνια, με διπλή υπογραφή Ουάσιγκτον και Πεκίνου.

Απαιτούνται συγκεκριμένες πράξεις, και όχι λόγια, ενέργειες ειρήνευσης. Για να επικρατήσει η λογική και «για να διεκδικηθεί το δίκαιο» -με αυτά τα λόγια ο Τζον Φίτζεραλντ Κένεντι, με τη συμβουλή του Ρώσου κατασκόπου Όλεγκ Πενκόβσκι, απέτρεψε η κρίση των πυραύλων της Κούβας να αποτελέσει το πρόσχημα για έναν πυρηνικό πόλεμο- πρέπει να σιωπήσουν τα όπλα. Και τα γεράκια του πολέμου να μην πετάξουν.

* Τζιάν Αντρέα Γκαραντσίνι, Διεθνολόγος, μέλος Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Πηγή: Ινστιτούτο ΕΝΑ