Η υποχώρηση της Ελλάδας από την 70η στην 108η θέση ως προς την ελευθεροτυπία στον κατάλογο των 180 χωρών που δημοσίευσαν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Απλώς επιβεβαίωσε την προ μηνός έκθεση του Media Freedom Rapid Response, που λειτουργεί υπό την ηγεσία του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ελευθερία του Τύπου και των ΜΜΕ και συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, αλλά και αλλεπάλληλα δημοσιεύματα του tvxs.gr («Όνειδος για τη δημοκρατία: Η στάση της κυβέρνησης και ελληνικών ΜΜΕ για τις επαναπροωθήσεις», «”Μη μιλάτε. Μην ακούτε. Είναι fake news” το μήνυμα του δόγματος “Νόμος και Τάξη”») και άλλων ανεξάρτητων Μέσων.

Ads

Ούτε και εξέπληξε η αποσιώπηση του θέματος από το άμεσα ελεγχόμενο από το Μαξίμου Αθηναϊκό Πρακτορείο, που αναφέρθηκε σε ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, αλλά δεν έγραψε λέξη για τα του οίκου μας.

Αυτό ίσως που είναι άξιο λόγου και διερεύνησης είναι η σιωπή των περισσότερων ελληνικών Μέσων λες και το θέμα δεν αφορά την αξιοπιστία, την ανεξάρτητη δημοσιογραφία και εν τέλει την επιβίωσή τους. Μια στάση ανομολόγητης ενοχής ή/και βολέματος, αναλόγως από ποια οπτική γωνία την εξετάζει κανείς, η οποία δεν οφείλεται μόνο στις σχέσεις διαπλοκής και του ελέγχου που ασκεί σε Μέσα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και μιας ευρύτατα διαδεδομένης αντίληψης ότι στη Δύση, συνεπώς και στην Ελλάδα, η ελευθεροτυπία είναι δεδομένη.

Είναι πράγματι έτσι; Πρόκειται συνεπώς για «παρασπονδίες» και μεμονωμένα περιστατικά παραβιάσεων, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση; Ή μήπως τις πρακτικές του Βίκτορ Όρμπαν ζήλεψαν κάποιοι και στην Ελλάδα;

Ads

Εάν έχεις χρήματα, έχεις φωνή

Είναι γνωστό ότι η ελευθεροτυπία είναι ένα κεκτημένο του Διαφωτισμού, μια κατάκτηση του κοινωνικού φιλελευθερισμού επί του οποίου οικοδομήθηκε η αστική δημοκρατία.

Είναι επίσης γνωστό ότι η ελευθερία του λόγου έχει πρακτική σημασία όχι τόσο για εκείνους που συμφωνούν με τις επιλογές των κρατούντων, όσο για εκείνους που διαφωνούν. Και ο ρόλος των ΜΜΕ δεν περιορίζεται στην αναπαραγωγή του λόγου των κυβερνώντων, αλλά είναι κυρίως διαμεσολαβητικός: να ελέγχει την εξουσία.

Δεν είναι τυχαίο ότι από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1789, άρθρο 11) και έκτοτε σε διεθνείς συνθήκες και συντάγματα στις περισσότερες χώρες.

Η καταπάτηση του δικαιώματος αυτού, αντιθέτως, είναι χαρακτηριστικό αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων. Για αυτό και στον κατάλογο των χωρών που συντάσσουν κάθε χρόνο ανεξάρτητοι διεθνείς οργανισμοί και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, τις χειρότερες θέσεις καταλαμβάνουν εκείνες που στερούν από τους πολίτες το δικαίωμά τους στην πληροφόρηση και τροφοδοτούν κοινωνικές εντάσεις, εκείνες στις οποίες το κράτος δικαίου υποχωρεί ή καταλύεται.

Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά και στον φετινό κατάλογο (2022) των Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα (RSF). Από τις 180 χώρες που εξετάστηκαν η Κίνα βρίσκεται στην 175η θέση και η Ρωσία στην 155η θέση. 

Η ελευθεροτυπία, με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτήν τη συντηρητική προσέγγιση, περιορίζεται μόνον από την εφαρμογή κατασταλτικών μέτρων εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας και τον κρατικό παρεμβατισμό. Και είναι συντηρητική και εν πολλοίς υποκριτική αυτή η προσέγγιση, διότι η ελευθεροτυπία στη Δύση εδώ και τρεις δεκαετίες κινδυνεύει πλέον από τον συγκεντρωτισμό των Μέσων σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις, τα γνωστά media trust, και την εμπορευματοποίηση της ενημέρωσης.

Η ελευθεροτυπία ερμηνεύεται από βαρόνους Μέσων ως απόλυτη ελευθερία στο πεδίο της οικονομίας. Χρησιμοποιείται από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ ως όχημα σε μια διαδικασία, η οποία από τη μια πλευρά έχει οδηγήσει σε συγχωνεύσεις εφημερίδων και ραδιοτηλεοπτικών δικτύων σε ισχυρούς ομίλους, στο φαινόμενο, δηλαδή, του συγκεντρωτισμού των ΜΜΕ, στον γιγαντισμό και τη θεαματοποίηση των ειδήσεων, το φαινόμενο, δηλαδή, της εντυπωσιοθηρικής δημοσιογραφίας και από την άλλη διευκόλυνε τη διαπλοκή των ίδιων των βαρόνων των Μέσων με την πολιτική εξουσία.

Πρακτικά ο λόγος όποιου διαθέτει κεφάλαια μπορεί να ακουστεί. Για όποιον δεν έχει ‒κυρίως οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και τα αδύναμα οικονομικά Μέσα‒ το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης δια του Τύπου συρρικνώνεται. Εάν έχεις χρήματα, έχεις φωνή. Συνεπώς η ελευθεροτυπία είναι συνθήκη αναγκαία, conditio sine qua non, για τον πλουραλισμό των ΜΜΕ, αλλά, όπως φαίνεται, δεν αρκεί για να εγγυηθεί την πολυφωνία.

Επιχειρήσεις καταστολής και επιρροής

Στην Ελλάδα, επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας, συμβαίνουν και τα δύο: αφενός νομοθετούνται κατασταλτικά μέτρα κατά της ελευθεροτυπίας που εφαρμόζουν αυταρχικά καθεστώτα και διώκονται δημοσιογράφοι, και αφετέρου παρατηρείται μια διαρκής προσπάθεια επιρροής ΜΜΕ με κρατική χρηματοδότηση υπό αδιαφανείς συνθήκες, που εντάσσεται στις σχέσεις διαπλοκής κυβερνητικών αξιωματούχων με μεγαλο-επιχειρηματίες, που χαρακτηρίζουν το πεδίο της επικοινωνίας στις νεοφιλελεύθερες οικονομίες.

Από τους πρώτους κιόλας μήνες που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε το νέο δόγμα «νόμος και τάξη», ξεκίνησε μια διαδικασία συρρίκνωσης της ελευθεροτυπίας που εκδηλώθηκε με αφορμή τη διαχείριση του προσφυγικού και της πανδημίας για να αναπτυχθεί στη συνέχεια με την προσπάθεια επιρροής της δικαιοσύνης, τη στοχοποίηση και τις διώξεις δημοσιογράφων.

Ταυτόχρονα, πληρωμένοι γραφιάδες σε κυρίαρχα Μέσα δεν αρκούνται να αναπαράγουν την κυβερνητική προπαγάνδα ή να εξυπηρετήσουν τον κάτοχο του Μέσου στο οποίο εργάζονται, αλλά κάνουν κάτι χειρότερο: αποσιωπούν, «θάβουν» κρίσιμα ζητήματα και επιτίθενται λεκτικά με σχόλια και άρθρα εναντίον δημοσιογράφων και Μέσων που έχουν το θάρρος να διερευνούν τα «κακώς κείμενα». Κοντολογίς δημιουργούν το υπόβαθρο για την επαγγελματική απαξίωση και την άσκηση διώξεων εναντίον όσων ερευνούν και θέλουν να αναδείξουν τη σκοτεινή πλευρά των γεγονότων.

Τι να υπενθυμίσει κανείς; Την πλήρη στοίχιση των περισσότερων ελληνικών Μέσων με τις θέσεις της κυβέρνησης, αναπαράγοντας τη ρητορική της, χωρίς καμία διάθεση να τηρήσουν τους στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας στη διάρκεια της κρίσης στον Έβρο;

Τη διαβόητη λίστα Πέτσα, που με αδιαφανή κριτήρια  μοίρασε χρήματα κυρίως στα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ; Τις απολύσεις και τον εξαναγκασμό σε παραίτηση δημοσιογράφων που «τόλμησαν» να ασκήσουν κριτική στην κυβερνητική πολιτική για την αντιμετώπιση της πανδημίας;

Τις «οδηγίες προς ναυτιλομένους» και τα σκονάκια (θυμηθείτε την ΕΡΤ) για το πώς πρέπει να προβάλλονται οι ειδήσεις για την πανδημία και να αποσιωπούνται άλλες δυσάρεστες για την κυβέρνηση (την ποδηλατάδα του Μητσοτάκη στην Πάρνηθα, ή το σοβαρότερο ζήτημα των εν κρυπτώ επαναπροωθήσεων προσφύγων στο Αιγαίο που εκθέτουν την Ελλάδα διεθνώς;

Το θέμα αυτό παρά τις έρευνες διεθνών οργανισμών και τις μαρτυρίες προσφύγων, που τεκμηριώνουν την εγκληματική στάση των ελληνικών αρχών, και παρότι έχει φτάσει μέχρι τα ανώτερα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., παραμένει ταμπού για τα περισσότερα ελληνικά Μέσα. Δεν μπήκαν καν στον κόπο να ερευνήσουν της εν λόγω καταγγελίες, ή έστω να της αναφέρουν στα δελτία ειδήσεων, παραβιάζοντας κάθε έννοια δεοντολογίας και αποδεικνύοντας έτσι της σχέσεις διαπλοκής της με την παρούσα κυβέρνηση.

Από την άλλη κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα δημοσιογράφων από επιθέσεις ακροδεξιών και αστυνομικών δυνάμεων σε διαδηλώσεις. Και ακόμη παρακολουθούνται από μυστικές υπηρεσίες (υποθέσεις Σταύρου Μαλιχούδη και Θανάση Κουκάκη), απειλούνται και εκφοβίζονται όσοι και όσες ερευνούν σκάνδαλα διαφθοράς με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ – η οποία δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις για ταχεία έρευνα – και τις διώξεις σε βάρος δύο δημοσιογράφων, της Γιάννας Παπαδάκη και του Κώστα Βαξεβάνη που διερεύνησαν το σκάνδαλο Novartis.

Εξοντωτικές επίσης από οικονομικής άποψης είναι οι στρατηγικές νομικές αγωγές, οι γνωστές SLAPPs, έξι στον αριθμό μέσα σ΄ ένα χρόνο, σε βάρος δημοσιογράφων και ενεργών πολιτών που άσκησαν κριτική σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Προξενεί δε εντύπωση το γεγονός ότι οι διωκόμενοι δεν χρησιμοποίησαν ακραίους γλωσσικούς χαρακτηρισμούς, ούτε εξύβρισαν κάποιο δημόσιο πρόσωπο ώστε να στοιχειοθετούνταν ενδεχομένως οι σε βάρος τους κατηγορίες.

Ακόμη χειρότερη είναι η τύχη όσων δημοσιογράφων επιχείρησαν να καλύψουν τις αφίξεις προσφύγων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και να ελέγξουν τη στάση των λιμενικών αρχών. Κάποιοι συνελήφθησαν με την κατηγορία της κατασκοπίας και της συμμετοχής σε παράνομα κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων.

Τελευταίο δείγμα γραφής η επιχείρηση απαξίωσης δημοσιογράφων που δεν συντάσσονται με το κυρίαρχο αφήγημα της κυβέρνησης στον πόλεμο της Ουκρανίας και κατηγορούνται ως φιλορώσοι.

Ο καθένας τραβά το δρόμο του

Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας μας δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά για τη δημιουργία ενός κλίματος που έχει ως στόχο την ανεξαρτησία του Τύπου, την ελευθεροτυπία, την ερευνητική δημοσιογραφία. Η κυβέρνηση δεν θέλει τον δημόσιο έλεγχο και προσπαθεί να ελέγξει τα ΜΜΕ. Και χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης τους εκφοβισμούς και τη Δικαιοσύνη.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η κυβέρνηση με αφορμή την πανδημία θέσπισε ένα νόμο για τα fake news δήθεν για να καταπολεμήσει την παραπληροφόρηση, αλλά ουσιαστικά για να περιορίσει την ελευθερία του λόγου. Η ποινή έως πέντε χρόνια φυλάκιση για διασπορά ψευδών ειδήσεων αντίκειται στο ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο και παραπέμπει σε ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις που έλαβε πρόσφατα ο Βλαντιμίρ Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Να λοιπόν πώς φτάσαμε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να αντιγράφει τις πρακτικές του Όρμπαν. Πώς φτάσαμε η Ελλάδα να έχει πέσει στην 108η θέση παγκοσμίως στην σχετική αξιολόγηση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για το 2022 και να είναι η τελευταία μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα Βαλκάνια.

Υπάρχει, ωστόσο, μια αντίφαση. Ενώ η εμπιστοσύνη των περισσότερων Ελλήνων στους παραδοσιακούς ενημερωτικούς οργανισμούς που ελέγχονται από βαρόνους του Τύπου έχει διαρρηχθεί και είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από την άλλη δεν εκδηλώνεται μια ενεργή αντίδραση της κοινωνίας των πολιτών, ούτε μια επαρκής στήριξη ανεξάρτητων Μέσων.

Ο καθένας τραβά τον δρόμο του. Και η λύση στην εποχή της μετα-αλήθειας δεν είναι βεβαίως η προσφυγή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία περισσότερο λειτουργούν ως βαλβίδα εκτόνωσης παρά ως πεδίο εναλλακτικής ενημέρωσης.

*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.