Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας αιφνιδίασε τα διεθνή ΜΜΕ. Και ο βομβαρδισμός από ρωσικά πυρά του κτιρίου τηλεπικοινωνιών στο Κίεβο, που είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί η μετάδοση των ουκρανικών τηλεοπτικών προγραμμάτων δείχνει για ακόμη μια φορά ότι η ενημέρωση βρίσκεται στο στόχαστρο κάθε εισβολέα.

Ads

Η αμηχανία των διεθνών ΜΜΕ

Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου η είδηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Φράνκο είχε επίσης βρει απροετοίμαστα τα διεθνή Μέσα, τα οποία πέρα από την ανακοίνωση του γεγονότος δεν ήταν σε θέση ούτε να το ερμηνεύσουν, ούτε και είχαν φωτογραφικό υλικό για να το τεκμηριώσουν. Πολύ σύντομα βεβαίως οι καλύτερες τότε πέννες διεθνώς από τον Χεμινγουέι και τον Όργουελ μέχρι τον Καίσλερ, τον Σαιντ-Εξυπερύ και τον Μάθιους έφθασαν στην πρώτη γραμμή και έδωσαν δείγματα γραφής που έμειναν στην ιστορία των πολεμικών ανταποκρίσεων.

Αυτή τη φορά τα ΜΜΕ ακόμη και τα ρωσικά δεν περίμεναν ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα έδινε εντολή για μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον ενός κυρίαρχου κράτους. Ενδεχομένως γιατί είχαν αρκεστεί στις καθησυχαστικές δηλώσεις Λαβρόφ ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να επιτεθεί στην Ουκρανία. Ή διότι οι προειδοποιήσεις του αμερικανού προέδρου θεωρούνταν από ορισμένα Μέσα ψευδείς και ότι εντάσσονταν στον πόλεμο της προπαγάνδας, όπως είχε συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν με ανάλογες παραπλανητικές δηλώσεις προκατόχων του, που επιχειρούσαν να ενοχοποιήσουν τον αντίπαλο.

Ads

Ή γιατί ακόμη και έγκυρα δυτικά ΜΜΕ χαρακτήριζαν τον ρώσο πρόεδρο έναν αυταρχικό ηγέτη που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στην χώρα του, αλλά ήταν ένας σοβαρός παίκτης στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Οι επισημάνσεις, άλλωστε, κάποιων δημοσιογράφων ακόμη και συντηρητικών αναλυτών του διεθνούς Τύπου ότι οι ανησυχίες του Πούτιν οφείλονταν στη λανθασμένη πολιτική του ΝΑΤΟ έναντι της Μόσχας και τη διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προς ανατολάς είχαν στόχο να λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης για να βρεθεί μια λύση στο ουκρανικό ζήτημα με βάση τις συμφωνίες του Μινσκ.

Υπάρχει, όμως, ένας ακόμη λόγος που προκάλεσε αμηχανία στα Μέσα. Παρότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι πόλεμοι μεταξύ κρατών δεν κηρύσσονται πλέον επισήμως και αρχίζουν να εμφανίζονται έντονα στην παγκόσμια σκηνή αφενός συρράξεις χαμηλής έντασης (low intensity conflicts), όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, η στρατιωτική επέμβαση στον Παναμά, ο εμφύλιος πόλεμος στο Ελ Σαλβαδόρ, η ένοπλη σύγκρουση σαντινίστας-κόντρας στη Νικαράγουα, κ.ά., και αφετέρου ασύμμετρες ένοπλες συγκρούσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και όταν διακήρυξαν την πρόθεσή τους να εισβάλλουν σε Ιράκ (1991, 2003) και Αφγανιστάν (2003), πάντα επιδίωκαν τη νομιμοποίηση του πολέμου από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Για να πείσουν ηγέτες σύμμαχων χωρών  που εξέφραζαν τον σκεπτικισμό τους, αλλά και να αποσπάσουν ή να κατασκευάσουν την κοινωνική συναίνεση.

Κοντολογίς, πριν «πάρουν το λόγο τα όπλα» υπήρχε μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης στο διπλωματικό πεδίο, στη διάρκεια της οποίας τα διεθνή κυρίαρχα ΜΜΕ είχαν τον χρόνο και να αναλύσουν την κρίση και να προετοιμαστούν υλικοτεχνικά για την κάλυψη της ένοπλης σύγκρουσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αναζητούσαν τα πραγματικά αίτια του πολέμου κυρίως στις χώρες που υποστήριζαν τις επιλογές των κυβερνώντων, όπου κυριαρχούσε το rally around the flag, δηλαδή η αποκαλούμενη πατριωτική δημοσιογραφία.

Στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας, τουλάχιστον το πρώτο εικοσιτετράωρο, τα διεθνή Μέσα κάλυψαν την εισβολή χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους πολλές πληροφορίες, συχνά αντικρουόμενες, ούτε και τηλεοπτικά πλάνα από τις επιθέσεις και καταστροφές. Η απεικόνιση του πολέμου υστερούσε σε σχέση με την κάλυψη προηγούμενων συρράξεων. Με όρους τηλεοπτικής αγοράς δεν υπήρχε ούτε θέαμα, ούτε ενημέρωση. Στη συνέχεια τα ΜΜΕ έδωσαν βαρύτητα στις συνέπειες, τη μαζική φυγή ουκρανών αμάχων προς τα δυτικά σύνορα της χώρας, ενώ ο υπόλοιπος τηλεοπτικός χρόνος καλυπτόταν από τις απευθείας συνδέσεις ανταποκριτών από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και τη Μόσχα και τις συνήθεις παρεμβάσεις ειδημόνων και μη, διεθνολόγων και πρώην ανώτερων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων, πολλοί από τους οποίους επαναλάμβαναν κοινοτοπίες.

Το ενημερωτικό έλλειμμα σε ό,τι αφορά την επέλαση των ρωσικών δυνάμεων παρέμεινε παρά την χρήση εικόνων καταστροφής που αναμετέδιδαν αυτόπτες μάρτυρες με τα κινητά τους. Οι περισσότεροι πολεμικοί ανταποκριτές παρέμειναν καθηλωμένοι σε ξενοδοχεία ή προξενεία για λόγους ασφαλείας, έχοντας μεταξύ άλλων κι ένα επιπλέον πρόβλημα. Δεν γνωρίζουν ρωσικά και ουκρανικά.

► Διαβάστε επίσης: War rooms στα social media: Η προπαγάνδα του πολέμου στην ψηφιακή εποχή

Ο μιντιακός πόλεμος του Πούτιν

Στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας πολλά ανατράπηκαν σε ό,τι αφορά την κάλυψή του. Η 24η Φεβρουαρίου που θα καταγραφεί στην ιστορία όπως η 11η Σεπτεμβρίου δημιούργησε νέα δεδομένα και στο πεδίο της ενημέρωσης.

Καταρχάς ο ρώσος πρόεδρος αδιαφόρησε πλήρως για τη μιντιακή κάλυψη της εισβολής που την χαρακτήρισε «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» με σκοπό τη «διατήρηση της ειρήνης». «Διαρκής Ειρήνη» ήταν και η ονομασία της επιχείρησης εισβολής στο Αφγανιστάν το 2001, οπότε ας μην εκπλήσσεται κανείς για τους όρους που χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να δικαιολογήσουν πράξεις πολέμου. Σε αντίθεση, όμως, με τους αμερικανούς προέδρους, ο Πούτιν δεν φρόντισε για τη δημιουργία pool προκειμένου όχι μόνον τα «εχθρικά» αλλά και τα φίλα προσκείμενα στη Ρωσία Μέσα (εθνικά, κινεζικά, ινδικά) να αναμεταδίδουν τη δική του εκδοχή των εξελίξεων από την πρώτη γραμμή.

Υπενθυμίζω ότι μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, εξαιτίας του ομώνυμου συνδρόμου, σύμφωνα με το οποίο η ήττα των Αμερικανών οφειλόταν στο ρόλο της τηλεόρασης, που είχε προκαλέσει τη μεταστροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης κατά του πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες έθεσαν σε νέες βάσεις την επικοινωνιακή τους στρατηγική για την κάλυψη ένοπλων συγκρούσεων. Επιστράτευσαν στρατιές επικοινωνιολόγων, αναλυτών, δημοσιογράφων, ψυχολόγων και εταιριών δημοσίων σχέσεων, οι οποίες σε συνεργασία με ανώτερους αξιωματούχους των ενόπλων δυνάμεων ανέλαβαν το έργο της διασποράς κατασκευασμένων ειδήσεων, τον έλεγχο των πηγών και την παραπλάνηση της διεθνούς κοινής γνώμης.

Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, την περίοδο της επέμβασης στο Ιράκ, είχε επιχειρήσει να πείσει τη διεθνή κοινότητα έστω με ψευδή στοιχεία. Οι ενσωματωμένοι δημοσιογράφοι (embedded journalists) ήταν απλώς η συνέπεια αυτής της επικοινωνιακής στρατηγικής. Χάρη στην ερευνητική δημοσιογραφία βέβαια στον πόλεμο του Κόλπου, αλλά και μετέπειτα σ΄ εκείνους κατά του Ιράκ και του Αφγανιστάν αποκαλύφθηκαν πάμπολλα ψέματα και σκηνοθετημένα ρεπορτάζ.

Ο Πούτιν προφανώς δεν θα ήθελε την παγκόσμια κατακραυγή, αλλά νιώθει πανίσχυρος και ότι έχει το δίκιο με το μέρος του. Αδιαφόρησε για το Διεθνές Δίκαιο και θεωρεί –λανθασμένα- ότι η ουκρανική κρίση είναι ρωσικό, δηλαδή «εσωτερικό» ζήτημα. Συνεπώς δεν έχει ανάγκη από ανάλογες κινήσεις στο επικοινωνιακό πεδίο και για αυτό αρκείται στις «ξερές» ανακοινώσεις του ρωσικού υπουργείου Άμυνας τουλάχιστον επισήμως στον χώρο των παραδοσιακών Μέσων. Ανακοινώσεις, δηλαδή, που αναφέρονται μόνο στην προέλαση των ρωσικών δυνάμεων και την εξουδετέρωση στρατιωτικών στόχων τη στιγμή που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει εδώ και χρόνια εξαπολύσει έναν πόλεμο για να χειραγωγήσει τη δυτική κοινή γνώμη.

Ο ρώσος πρόεδρος χαρακτηρίζει, άλλωστε, την Δύση «αυτοκρατορία του ψέματος». Αυτή, όμως, η στάση του υποδηλώνει ένα άκρατο αυταρχισμό, που παραπέμπει στην περίοδο του καθεστώτος Στάλιν και σε παλαιότερες εποχές, που κυριαρχούσε η «μία και μοναδική αλήθεια» των ηγεμόνων. Και κυρίως δείχνει πώς οι αναθεωρητές ηγέτες του γεωπολιτικού status quo σ΄ ένα παγκοσμιοποιημένο πλέον περιβάλλον αντιμετωπίζουν την κοινωνία των πολιτών και την ελευθερία του λόγου. Λιτές ανακοινώσεις επισήμως, διώξεις ανεξάρτητων φωνών και υπόγειος πόλεμος επιρροής στο παρασκήνιο. Και αυτό είναι το δεύτερο δεδομένο που αναδεικνύεται εξαιτίας του πολέμου κατά της Ουκρανίας.

Χαρακτηριστικές είναι οι ψευδείς αναρτήσεις δήθεν Ουκρανών που καλούσαν συμπατριώτες τους να παραδοθούν στις ρωσικές δυνάμεις. Όχι ότι στη Δύση δεν συμβαίνουν αυτά για να μην έχουμε αυταπάτες (βλέπε τις Επιχειρήσεις Ψυχολογικού Πολέμου και την κυριαρχία των media trust), αλλά ο πολιτικός της πολιτισμός και το νομικό της οπλοστάσιο στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αφήνει περιθώρια για οποιαδήποτε σύγκριση.

Η ομοβροντία των αντιδράσεων

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν υποτίμησε τρεις παράγοντες στον πόλεμο της προπαγάνδας: τις αντιδράσεις ενός τμήματος της ρωσικής κοινής γνώμης και ορισμένων ρωσικών ΜΜΕ, τη σκληρή απάντηση διεθνών οργανισμών ενημέρωσης και τον ρόλο του Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ο οποίος από «άσημος πρόεδρος» και «πιόνι των δυτικών» αναδείχθηκε σε σύμβολο της ουκρανικής αντίστασης.

Την πρώτη κιόλας μέρα της εισβολής η στάση της ρωσικής εφημερίδας, Novaya Gazeta, ο διευθυντής της οποίας τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ ειρήνης το 2021, του διαδικτυακού καναλιού Dodj και της ιστοσελίδας Mediazona,  που εξέφρασαν την αλληλεγγύη της στον ουκρανικό λαό θα ήταν μεμονωμένο γεγονός ήσσονος σημασίας αν δεν ακολουθούσαν οι μαζικές διαδηλώσεις ειρήνης και οι συλλήψεις χιλιάδων Ρώσων που εναντιώνονται στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας ακόμη κι αν κάποιοι από αυτούς, όπως εκτιμούν πολιτικοί αναλυτές, είναι υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι το ειδικό βάρος τέτοιων μαζικών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας σε αυταρχικά καθεστώτα είναι πολλαπλάσιο ανάλογων που πραγματοποιήθηκαν στη Δύση πριν τον πόλεμο κατά του Ιράκ. Και σ΄ αυτό ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι αδιαμφισβήτητος.

Για αυτό και η απόφαση της ρωσικής ρυθμιστικής αρχής για τα ΜΜΕ να απαγορεύσει στα εθνικά Μέσα να δημοσιεύουν οποιαδήποτε πληροφορία που αναφέρεται σε αμάχους που έχασαν τη ζωή τους από ρωσικά πυρά στην Ουκρανία, καθώς και να μην χρησιμοποιούν τους όρους «εισβολή», «επίθεση», «κήρυξη πολέμου», κάτι που είθισται σε περιόδους ένοπλων συγκρούσεων, έστω κι αν δεν γίνεται με αυτόν τον απροσχημάτιστο τρόπο, δεν πρόκειται να φέρει κανένα αποτέλεσμα. Και θυμίζει ανάλογες εντολές που είχαν δώσει διευθυντές αμερικανικών τηλεοπτικών δικτύων μετά από προτροπή της τότε συμβούλου εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, στους αμερικανούς πολεμικούς ανταποκριτές που κάλυπταν την εισβολή των Αμερικανών στο Αφγανιστάν.

Η Ρωσία τώρα έχει αποκλείσει την πρόσβαση στις ειδήσεις ενημερωτικών ιστοσελίδων και σε εφαρμογές των social media (fb και twitter), αλλά είναι πλέον πολύ αργά. Οι πέντε κορυφαίες εφαρμογές VPN, όπως μεταδίδουν διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, επικαλούμενα πληροφορίες από το Techcrunch, «σημείωσαν ένα σημαντικό άλμα στις ημερήσιες λήψεις» τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία παρότι δεν εγγυώνται την ασφάλεια των μηνυμάτων. Κάτι που σημαίνει ότι πολλαπλασιάζεται ο κίνδυνος διασποράς ψευδών ειδήσεων στον πόλεμο της προπαγάνδας που μαινόταν πριν ακόμη ξεκινήσουν οι αεροπορικές και χερσαίες επιθέσεις των ρωσικών δυνάμεων. 

Από την άλλη πλευρά κανείς και πολύ περισσότερο η Μόσχα δεν περίμενε αυτή την ομοβροντία αντιδράσεων εναντίον της, ή καλύτερα τον πόλεμο από διεθνείς πλατφόρμες διανομής ενημερωτικού υλικού (Google, fb, twitter, youtube, κ,ά.), που μπλόκαραν ή σταμάτησαν να προτείνουν στους χρήστες τους αναρτήσεις ρωσικών ενημερωτικών οργανισμών. Ακόμη και μεγάλες εταιρίες στο Χόλυγουντ (Walt Disney Co., Warner Bros.) ανακοίνωσαν ότι αναστέλλουν την προβολή κινηματογραφικών ταινιών τους στη Ρωσία, πράγμα πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι την εποχή του εμπάργκο κατά του Ιράκ τη δεκαετία του 1990, τη στιγμή που ο Σαντάμ θεωρούνταν ο κυριότερος ίσως εχθρός των Ηνωμένων Πολιτειών, οι κινηματογραφικές αίθουσες στη Βαγδάτη πρόβαλαν για μήνες ταινίες του Ράμπο με τον Σιλβέστρε Σταλόνε.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε την έγκριση των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να απαγορεύσει την πρόσβαση των ρωσικών δικτύων Russia Today και Sputnik στην ευρωπαϊκή τηλεοπτική αγορά ανεξαρτήτως του δικτύου διανομής τους.

Λογοκρίνουν οι Ρώσοι, αλλά περιορίζουν την ελευθερία του λόγου και οι ευρωπαίοι ηγέτες, όπως θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος; Ιδού το ερώτημα. Με άλλα λόγια εάν το RT προπαγανδίζει τις θέσεις της Ρωσίας, ακολουθεί, δηλαδή, όπως πράττουν τα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ σε καιρό πολέμου την  τακτική του rally around the flag, το «εχθρικό» τηλεοπτικό δίκτυο πρέπει να φιμωθεί; Ή απλώς αποτελεί ένα ακόμη προσωρινό μέσο πίεσης και κατ΄ άλλους μια κίνηση πανικού προς τον Πούτιν για να σταματήσει το μακελειό;

Η ιστορία των Μέσων σε καιρό πολέμου έχει καταγράψει περιστατικά που δικαιολογούσαν την αναστολή έκδοσης εφημερίδων διότι λειτουργούσαν ως το μακρύ χέρι της προπαγάνδας του εχθρού και άλλα που ήταν απλώς λογοκριτικές ενέργειες της πολιτικής εξουσίας.

Τώρα, όποια κι αν είναι η απάντηση, ένα είναι βέβαιο: η έκβαση του πολέμου κατά της Ουκρανίας δεν θα κριθεί μόνον στους δρόμους του Κιέβου, αλλά και στα πεδίο της ενημέρωσης και της προπαγάνδας. Τα social media από όπλο των αδύναμων έχουν εξελιχθεί σε βόμβες των ισχυρών με στόχο να επηρεάσουν τη κοινή γνώμη σε κάθε χώρα και πολύ περισσότερο στη Ρωσία και στην Ουκρανία. Και η δύναμη των πληροφοριών ενδέχεται να αποδειχθεί μεγαλύτερη από την ισχύ των (ρωσικών) όπλων.

* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα».