Εκτός ελέγχου βρίσκεται πλέον το κόστος της ενέργειας, με τις τιμές ρεύματος, φυσικού αερίου και πετρελαίου να σημειώνουν διαδοχικά limit up, οδηγώντας σε αδιέξοδο νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Ads

Μάλιστα, δε διαφαίνεται άμεσα αποκλιμάκωση των τιμών,  όπως προκύπτει από ρεπορτάζ της Καθημερινής, στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αγορά φυσικού αερίου το γ’ τρίμηνο του 2021 διαπιστώνεται πως με βάση τα προθεσμιακά συμβόλαια οι τυπικές τιμές δεκαετίας (στην περιοχή των 15-25 ευρώ MWh) δεν είναι πιθανό να επιστρέψουν στα επόμενα δυο με τρία χρόνια.

Σε ό,τι αφορά μάλιστα τις τιμές λιανικής φυσικού αερίου εκτιμά ότι τους επόμενους μήνες αναμένεται περαιτέρω αύξηση καθώς δεν έχουν μετακυλισθεί στην κατανάλωση οι υψηλές τιμές του δ’ τριμήνου 2021.

Αντιστοίχως θα κινηθούν και οι τιμές ηλεκτρισμού, οι οποίες επηρεάζονται από τις τιμές φυσικού αερίου και τις τιμές των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα.

Ads

Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα από τα στοιχεία που παραθέτει η Κομισιόν αναδεικνύονται οι αδυναμίες του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος δηλαδή η οριακή επάρκεια αλλά και το ακριβό μείγμα καύσιμου.

Στα ύψη το κόστος του ρεύματος στην Ελλάδα, πώς συμπαρασύρονται οι τιμές βασικών αγαθών

Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι παρά το γεγονός πως η εκτίναξη των τιμών στην ενέργεια έχει προφανή διεθνή διάσταση, η περίπτωση της χώρας μας φαίνεται να έχει κάποιες ιδιαίτερα “ζοφερές” ιδιαιτερότητες. Μια από αυτές αναδεικνύεται μέσα από τον μηνιαίο Δείκτη των Τιμών Ενέργειας Οικιακής Χρήσης (Household Energy Prices – HEPI), το οποίο εντάσσει την Αθήνα ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που κοστίζει πολύ ακριβά το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο.

Την ίδια στιγμή, καταγράφεται εκτίναξη των τιμών στο πετρέλαιο (θέρμανσης και κίνησης), ενώ παράλληλα η αύξηση του κόστους ενέργειας οδηγεί σε μεγάλες ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά.

Κάπως έτσι συγκροτείται ένα “εκρηκτικό μείγμα”, με δεδομένο μάλιστα πως οι μισθοί στην Ελλάδα παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο.

Η αγωνία του Μαξίμου και η (μη) αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών παρεμβάσεων

Μέσα σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση δείχνει να αναζητά εναγωνίως λύσεις προκειμένου ανασχέσει το “τσουνάμι” των αυξήσεων. Μια από τις λύσεις που προκρίθηκε αφορά την ρύθμιση επιδότησης, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονται στο εξής όλοι οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας ανεξαρτήτως επιπέδου τάσης καθώς και όλοι οι καταναλωτές φυσικού αερίου εκτός των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.

Στην πραγματικότητα όμως ακόμη κι αυτές οι παρεμβάσεις φαίνονται ως ανεπαρκείς, με δεδομένο μάλιστα πως η κρίση αναμένεται να έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από τις αρχικές κυβερνητικές εκτιμήσεις.

Ποια είναι όμως τα βαθύτερα αίτια της περαιτέρω αύξησης του ενεργειακού κόστους στη χώρα μας και ποια θα μπορούσαν να είναι τα κατάλληλα εργαλεία προκειμένου να ανασχεθεί;

“Ανατιμήσεις έως και 20% σε βασικά είδη ανάγκης και έως 200%-600% στους λογαριασμούς ενέργειας”

“Από το καλοκαίρι υπάρχουν προειδοποιήσεις ότι η ενεργειακή κρίση έχει βάθος και θα τραβήξει για αρκετό καιρό. Ωστόσο, η μονότονη απάντηση του Πρωθυπουργού ήταν ότι το φαινόμενο είναι παροδικό” αναφέρει μιλώντας στο tvxs.gr o Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Δίκαιο της Ενέργειας και Ανταγωνισμού στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Σύμβουλος του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Νικόλαος Φαραντούρης.

Συνεχίζοντας επισημαίνει: “Τον Σεπτέμβρη καλέσαμε – πολιτικές δυνάμεις, αναλυτές, ακαδημαϊκοί, παράγοντες της αγοράς, επιμελητήρια – την Κυβέρνηση να πάρει άμεσα μέτρα βλέποντας ότι η ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες απειλώντας σοβαρά την οικονομία και τα νοικοκυριά. Δυστυχώς επιβεβαιωθήκαμε από τις εξελίξεις. Το υψηλό ενεργειακό κόστος δεν αυξάνει μόνον τις τελικές τιμές, «ακρωτηριάζει» και υγιείς παραγωγικές μονάδες, οι οποίες είτε κλείνουν είτε περιορίζουν την παραγωγή τους γεννώντας ελλείψεις σε άλλους κλάδους, π.χ. στην γεωργία, στην οικοδομή, κ.ο.κ., όπου ακολούθως η περιορισμένη προσφορά οδηγεί σε νέο γύρο ανατιμήσεων. Οι αυξημένες τιμές στους λογαριασμούς του ρεύματος και του φυσικού αερίου μιλάνε από μόνες τους. Ανατιμήσεις έως και 20% σε βασικά είδη ανάγκης και έως 200%-600% στους λογαριασμούς ενέργειας”.
 
“Η Ελλάδα εισάγει 30% ακριβότερο το ρωσικό φυσικό αέριο”

Απαντώντας σε ερώτημα αναφορικά με τη διεθνή διάσταση του ζητήματος ο κύριος Φαραντούρης σημειώνει: “Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Ξεκινά από τις παγκόσμιες ανακατατάξεις (αυξημένη ζήτηση, μειωμένες ροές φυσικού αερίου, έλλειψη αποθηκευτικών χώρων, γεωπολιτικοί διαγκωνισμοί κλπ.), διογκώνεται όμως από εσωτερικά προβλήματα, στρεβλώσεις και αστοχίες. Και ασφαλώς από τις υψηλές τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου στη χώρα μας. Το φυσικό αέριο και κύριο καύσιμο παραγωγής ηλεκτρισμού σήμερα στην Ελλάδα και οι αυξημένες τιμές εισαγωγής πυροδοτούν τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα εισάγουμε το ακριβότερο φυσικό αέριο στην περιοχή, αφού οι διαπραγματεύσεις της ΔΕΠΑ με την ρωσική Gazprom δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, παρά την επικοινωνιακή προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι «κάτι έγινε». Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία και αναλύσεις διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων (Reuters, Argus κλπ.), εισάγουμε από τη ρωσική Gazprom 30% ακριβότερο φυσικό αέριο σε σχέση με την Βουλγαρία! Νιώθει ευτυχής η Κυβέρνηση για μία τέτοια εξέλιξη, μετά τις πολύμηνες συζητήσεις ΔΕΠΑ-Gazprom και το ταξίδι του Πρωθυπουργού στη Ρωσία; Όσο κι αν γίνεται προσπάθεια εξωραϊσμού της σκληρής πραγματικότητας, η αγορά γνωρίζει. Και οι καταναλωτές το αισθάνονται στη τσέπη τους”.

Σχολιάζοντας τις πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης και  ιδιαίτερα στο σκέλος της αποτελεσματικότητας του ο καθηγητής τονίζει: “Καταρχάς τα πρόσφατα μέτρα της Κυβέρνησης δεν μπορούν να ισοσταθμίσουν τις υψηλές (υψηλότερες για την Ελλάδα) τιμές εισαγωγής. Τα μέτρα της Κυβέρνησης είναι φυσικά καλοδεχούμενα αλλά δεν αρκούν. Είναι πολύ περιορισμένα, έρχονται πολύ αργά και δεν έχουν συμπληρωματικότητα και συνοχή. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί, ωστόσο το πρόβλημα διογκώθηκε λόγω αβελτηρίας: η πεποίθηση ή η προσδοκία ότι το φαινόμενο είναι παροδικό γέννησε αδράνεια και μετάθεση λήψης μέτρων. Σήμερα όσα ανακοινώνονται απλά δεν μπορούν να καλύψουν το υπέρογκο κόστος, ούτε να ανακουφίσουν ουσιαστικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πρόσκαιρα επιδόματα κάθε τρεις και λίγο. Ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς αυστηρή εποπτεία της αγοράς και ρυθμιστική εγρήγορση, ρυθμιστικές τομές και πρωτοβουλίες που «οδηγούν» την καταναλωτική συμπεριφορά”.

Ποιες οι απαραίτητες παρεμβάσεις

Τέλος, σε ό,τι έχει να κάνει να τις παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να γίνουν -εκτός από τη μείωση του εισαγόμενου φυσικού αερίου- ο κύριος Φαραντούρης σημειώνει: “Υπήρξαν έγκαιρα προειδοποιήσεις για τη λήψη μέτρων: α) δημοσιονομικών, β) ρυθμιστικών, γ) ελεγκτικών. Ήδη στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κατέθεσε συγκεκριμένο και κοστολογημένο πακέτο μέτρων ενάντια στις ανατιμήσεις: Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ ώστε να αυξηθεί το εισόδημα των πολιτών και να τονωθεί η κατανάλωση, κατάργηση τέλους επιτηδεύματος και κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης έως τα 40.000 ευρώ, μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης για πετρέλαιο θέρμανσης κατά 93%, για πετρέλαιο κίνησης κατά 20% και για βενζίνη κατά 50% (δηλ. σε τιμές που αποτελούν τα κατώτερα δυνατά επίπεδα στις χώρες – μέλη της Ε.Ε.), ανάληψη δράσης από τη ΔΕΗ ως «οδηγός» της αγοράς για μείωση των τιμολογίων και στους ιδιώτες παρόχους, αυστηροί έλεγχοι από τις αρμόδιες Αρχές (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και Επιτροπή Ανταγωνισμού), και επιπλέον εισοδηματική ενίσχυση ευάλωτων παραγωγικών ομάδων (αγροτών κλπ.)”.

“Σήμερα αποδεικνύεται ότι έπρεπε να είχαν γίνει πολύ περισσότερα, πολύ νωρίτερα. Δυστυχώς, η προσήλωση στην επικοινωνιακή διαχείριση των προβλημάτων σε σχέση με τις γενεσιουργούς αιτίες, έχει το τίμημά της. Το οποίο δυστυχώς πληρώνουν σήμερα όσοι κατεξοχήν δεν ευθύνονται: οι καταναλωτές, τα νοικοκυριά, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις” καταλήγει.