Τις τελευταίες ημέρες, πραγματοποιήθηκαν συνεχείς συναντήσεις μεταξύ των συντηρητικών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), των Σοσιαλδημοκρατών του S&D και των Φιλελευθέρων της Renew, σχετικά με την Μαλτέζα ευρωβουλευτή Ρομπέρτα Μετσόλα. Αντικείμενο των συζητήσεων ήταν το μέλλον της ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η τελευταία πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Δευτέρας, 17 Ιανουαρίου, όπου οι τρεις πολιτικές ομάδες κατέληξαν τελικά στη συμφωνία που σφράγισε την τύχη της.

Ads

Στον απόηχο, η Renew, όπως και το S&D, κάλεσε τις δυνάμεις της να ψηφίσουν, την επόμενη μέρα, για την υποψήφια του ΕΛΚ και είχε ήδη επιβεβαιώσει ότι δεν θα αντιπροτείνουν κανέναν εναντίον της Ρομπέρτα Μετσόλα. Έτσι, η γυναίκα που είναι, από τον Οκτώβριο του 2020, η πρώτη αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ασκεί καθήκοντα Προέδρου από το θάνατο του Νταβίντ Σασόλι, στις 11 Ιανουαρίου, εκλέχθηκε επικεφαλής του οργάνου. Είναι η νέα πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Οι άλλοι τρεις διεκδικητές -η Σουηδή Άλις Μπα Κούνκε, των Πρασίνων, ο Πολωνός Κοσμά Ζλοτόφσκι, των ευρωσκεπτικιστών συντηρητικών, και η Ισπανίδα Σίρα Ρέγκο, της ριζοσπαστικής αριστεράς- είχαν ούτως ή άλλως ελάχιστες πιθανότητες να κερδίσουν. Για τη Ρομπέρτα Μετσόλα, η οποία γεννήθηκε πριν από 43 χρόνια, στις 18 Ιανουαρίου 1979, η εκλογή της αποτελεί ένα ωραίο δώρο γενεθλίων.

«Ήρθε η ώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ηγηθεί μία γυναίκα», έγραψε στο Twitter. Πριν από αυτήν, δύο Γαλλίδες, από το κόμμα «Ένωση για τη Γαλλική Δημοκρατία» («UDF»), και ως εκ τούτου το ΕΛΚ, ανέλαβαν αυτό το αξίωμα: η Σιμόν Βέιλ (1979-1982) και η Νικόλ Φονταίν (1999-2002).

Ads

Η Ρομπέρτα Μετσόλα, δικηγόρος, απόφοιτος του Κολλεγίου της Μπριούζ, ήταν για πρώτη φορά υποψήφια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2004, αλλά μόλις το 2013 έγινε ευρωβουλευτής. Έκτοτε, ασχολείται με θέματα Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Διαφθοράς.

Όπως και οι προκάτοχοί της, ανήκει στη λιγότερο συντηρητική πτέρυγα της πολιτικής της ομάδας και ως τέτοια μπορεί να φαίνεται συμπαθής στους Σοσιαλδημοκράτες ή τους φιλελεύθερους στο Στρασβούργο. Η Ρομπέρτα Μετσόλα «είναι μία νέα, μοντέρνα και προοδευτική γυναίκα», ισχυρίστηκε ο Μάνφρεντ Βέμπερ, πρόεδρος της ομάδας του ΕΛΚ.

Είτε πρόκειται για το Κράτος Δικαίου, τη μετανάστευση ή τα δικαιώματα της Κοινότητας των ΛΟΑΤ, η Ρομπέρτα Μετσόλα είχε πάντα προοδευτικές θέσεις. «Έχει θέσει σχετικά σαφή όρια με την ακροδεξιά, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στην πολιτική της οικογένεια», παραδέχεται η ευρωβουλευτής Μανόν Ομπρί (του κόμματος «La France Insoumise»).

Υπάρχει όμως ένα σημείο στο οποίο η Ρομπέρτα Μετσόλα δεν μπορεί να ευθυγραμμιστεί με τις Σιμόν Βέιλ και Νικόλ Φονταίν: αυτή η μητέρα τεσσάρων παιδιών, παντρεμένη με έναν Φινλανδό, που θέλει να υποδυθεί τη μοντέρνα γυναίκα, είναι ανοιχτά εχθρική απέναντι στο δικαίωμα της άμβλωσης, όπως οι περισσότεροι συμπολίτες της, σε μια χώρα, όπου απαγορεύεται η εθελοντική διακοπή της εγκυμοσύνης.

Και, παρά μια υποτιθέμενη φεμινιστική ρητορική, δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών. Το Σεπτέμβριο του 2021, απείχε από το κοινοβουλευτικό ψήφισμα για την ποινικοποίηση της βίας κατά των γυναικών.

Ακόμη και αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει καμία δικαιοδοσία για το δικαίωμα στην άμβλωση, «μια επικεφαλής του που τάσσεται κατά της άμβλωσης είναι ένα τρομερό σύμβολο 42 χρόνια μετά τη Σιμόν Βέιλ και ενώ χιλιάδες Πολωνές παρελαύνουν στους δρόμους εδώ και ένα και πλέον χρόνο, για να υπερασπιστούν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματός τους», κρίνει η Μανόν Ομπρί.

Η Ρομπέρτα Μετσόλα απασχόλησε επίσης τους Πράσινους. Ειδικά δεδομένου ότι ο πρόεδρός της, Φιλίπ Λαμπέρτ, ήταν έτοιμος να υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Ρομπέρτα Μετσόλα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αρκετοί εκλεγμένοι τους, ειδικά μεταξύ των Γάλλων, έδωσαν αγώνα, για να παρουσιάσουν μία υποψήφια και επένδυσαν στην Άλις Μπα Κούνκε στις 12 Ιανουαρίου.

Κατά τα λοιπά, οι αντίθετες φωνές ήταν σπάνιες. Από τους μακρονιστές, ο Μπερνάρ Γκουετά γνωστοποίησε ότι δεν θα ψηφίσει τη Ρομπέρτα Μετσόλα. Ακριβώς όπως, στο σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο, οι Σιλβί Γκιγιόμ και Ορόρ Λαλιούκ. Αλλά, σε γενικές γραμμές, η εξέλιξη αυτή δεν έφερε μεγάλη αναστάτωση. «Πρόκειται για τη νίκη της πραγματικής πολιτικής», σημειώνει ένας παρατηρητής της Κοινοβουλευτικής ζωής των Βρυξελλών.

Μια πολύ ενεργή εκστρατεία

Μία μικρή αναδρομή στο παρελθόν είναι απαραίτητη, για να καταλάβουμε γιατί οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες αποφάσισαν να υποστηρίξουν μία υποψήφια κατά της άμβλωσης. Στο τέλος των ευρωεκλογών του 2019, τις οποίες κέρδισε το ΕΛΚ, οι τρεις πολιτικές ομάδες είχαν συμμαχήσει για να σχηματίσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία και είχαν συμφωνήσει για την κατοχή του αξιώματος από έναν σοσιαλιστή, για το πρώτο μισό θητείας, και έναν συντηρητικό, για το δεύτερο, από τον Ιανουάριο του 2022.

Σε αυτό το πλαίσιο, εδώ και αρκετές εβδομάδες τα τρία στρατόπεδα προετοιμάζονται για τη συνέχεια. Πέραν της νομοθετικής ατζέντας στην οποία συμφώνησαν, συζήτησαν πολλά για τις θέσεις των δύο πλευρών. Οι S&D ήθελαν να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες τους, ειδικά στη Γερμανία. Η Renew θέλει να διατηρήσει τις τρέχουσες θέσεις της και να διασφαλίσει ότι το ΕΛΚ δεν θα ταράξει τα νερά κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έως τις 30 Ιουνίου, ειδικά όσον αφορά κοινωνικά θέματα. Ο Εμανουέλ Μακρόν ελπίζει να οριστικοποιήσει το σχέδιο οδηγίας για τον κατώτατο μισθό τις επόμενες εβδομάδες, πριν από τις προεδρικές εκλογές της 10ης Απριλίου.

*Με πληροφορίες από Le Μonde