Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσούλ Αγάς, σε κρασοπουλειό πηγαίναν για να φαν να πιουν.
Κει που τρώγαν, κει που πίναν και που γλένταγαν, κάπου πιάσαν τη κουβέντα για τις όμορφες.
Όμορφη γυναίκα που ‘χεις βρε Μενούσ’ Αγά! Πού την είδες, πού την ξέρεις και τη μολογάς;
Χθες την είδα στο πηγάδι που `παιρνε νερό και της ´δωσα το μαντήλι και μου το `πλυνε.
Αν την ξέρεις κι αν την είδες, πες μου τι φορεί; Ασημένιο μεσοφόρι με χρυσό φλουρί.
Κι ο Μενούσης, μεθυσμένος πάει την έσφαξε. Το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαψε.
Σήκω πάπια μ’ σήκω χήνα μ’ σήκω πέρδικα μ’ Σήκω λούσου και χτενίσου κι έμπα στο χορό.
Να σε δουν τα παλληκάρια να μαραίνονται. Να σε δω κι εγώ ο καημένος και να χαίρομαι.

Ads

Το συγκλονιστικό ηπειρώτικο τραγούδι που γράφτηκε την εποχή της Τουρκοκρατίας, αφηγείται μία γυναικοκτονία χωρίς όνομα. Δε γνωρίζουμε τίποτα για εκείνη. Ούτε τ’ όνομα της, ούτε τα συναισθήματα της και τη σχέση της με τον άντρα της. Μόνο ότι ήταν, η γυναίκα του Μενούση. Όχι η αφορμή, αλλά η αιτία, ήταν το κρασί, ο παράφορος έρωτας, η ζήλεια και ο παρορμητικός χαρακτήρας του γυναικοκτόνου. Του Μενούση, που μετάνιωσε, όταν ήταν πια αργά…

Στην Ήπειρο πάλι, το 1801 ο Αλή Πασάς πνίγει στη λίμνη Παμβωτίδα, δεκαοκτώ γυναίκες, χριστιανές και μουσουλμάνες, οι οποίες κατηγορήθηκαν για μοιχεία και για έκλυτο βίο. Ανάμεσα τους και η Κυρά Φροσύνη που έγινε θρύλος. Πολλές οι εκδοχές, πολλές κι οι ερμηνείες του συμβάντος. Η κοινωνική θέση της Φροσύνης, την έσωσε από τη λήθη και από τη διαπόμπευση της μνήμης της. Ενέπνευσε την παραδοσιακή ποίηση και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ένας άδοξος έρωτας, σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, έγινε τραγούδι. Ο τσάμικος της Μαυριδερούλας, αφηγείται τον φόβο δύο εραστών που απειλείται η ευτυχία τους, από τον εξαναγκαστικό γάμο της γυναίκας. Ο θρύλος λέει, ότι ο άντρας της, τη δολοφόνησε πετώντας την από το βράχο, επειδή συνέχισε να έχει σχέση με τον αγαπημένο της και μετά τον γάμο της.

Ads

Η ποίηση και η λογοτεχνία δίνουν πολλές πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Και αυτή, διαφέρει από τόπο σε τόπο. Μέσα από τα βιβλία του Γρηγόρη Ξενόπουλου, βλέπουμε ότι στα Επτάνησα, οι γυναίκες ήταν πολύ πιο ελεύθερες απ’ ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μορφωνόντουσαν, είχαν δικαίωμα στο φλερτ, το “κογιονάρισμα” και σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν οι ίδιες τον σύζυγο τους .
Ο ίδιος συγγραφέας, στον “Κατήφορο” περιγράφει την ταπείνωση, τη μοναξιά και την απελπισία της πόρνης.

Πιο ελεύθερες, ήταν οι γυναίκες που ζούσαν στην Αθήνα και στα αστικά κέντρα που είχαν κάποια κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά. Όπως η Σύρος του Εμμανουήλ Ροΐδη.

Από την άλλη, στην σκληροτράχηλη και περήφανη Κρήτη του Νίκου Καζαντζάκη, η γυναίκα ήταν υποταγμένη στον άντρα. Δεν είχε δική της οντότητα. Η χήρα, η γυναίκα δίχως άντρα, συμβόλιζε την αμαρτία, τον πειρασμό. Και έπρεπε να πεθάνει. Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται σε πολλά βιβλία του συγγραφέα. Στον «Αλέξη Ζορμπά», στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στον «Καπετάν Μιχάλη» Ο Καπετάν Μιχάλης, η ψυχή της Κρήτης, σκοτώνει ο ίδιος την Εμινέ, νιώθοντας ένοχος, διότι εξαιτίας του πάθους του, εγκατέλειψε το πόστο του στον πόλεμο.

Στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η γυναίκα, ευαίσθητη, δυνατή και σιωπηλή, υπομένει τη μοίρα της. Ο Παπαδιαμάντης αγαπάει πολύ την γυναίκα. Τη δυστυχισμένη μοίρα της, τη δίνει μέσα από το κίνητρο της Φραγκογιαννούς, στην αριστουργηματική «Φόνισσα».

Στο βιβλίο «Οι Άθλιοι των Αθηνών» ο Ιωάννης Κονδυλάκης περιγράφει τη ζωή και την κακοποίηση των κοριτσιών από την επαρχία που έρχονται να εργαστούν σαν υπηρέτριες, στα αθηναϊκά σπίτια. Που μένουν στα στενόχωρα δωμάτια υπηρεσίας, ακόμη και στα πατάρια των σπιτιών. Τα κορίτσια που αντιμετωπίζονται σαν σκλάβες και σαν πόρνες. Σαν αόρατα και αθόρυβα πρόσωπα που δεν έχουν θέση στην κοινωνία.

Στη «Γαλήνη» του Ηλία Βενέζη, στην Ανάβυσσο της Αττικής εγκαθίστανται πρόσφυγες από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας. Η γαλήνη που αποζητούσαν οι ήρωες, ανατρέπεται από το βιασμό και το φόνο της Άννας.

Η ποίηση και η λογοτεχνία της εποχής, αντιμετωπίζουν μ’ ευαισθησία και αγάπη τα θύματα, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις τοπικές κοινωνίες. Η δομή της νεότερης ελληνικής κοινωνίας, είναι πατριαρχική και είναι γεμάτη από περιστατικά εξαναγκασμού, κακοποίησης, βιασμών και γυναικοκτονιών που χαρακτηρίστηκαν εγκλήματα τιμής.

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, ένας σύγχρονος συγγραφέας στη συλλογή διήγημάτων «Γκιακ» ρίχνει τη δική του (σύγχρονη) ματιά στην κοινωνία της περιόδου, γύρω από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στο ομώνυμο διήγημα ο ήρωας συγκλονίζεται από το βιασμό και το φόνο της αδελφής του και αρνείται να σκύψει το κεφάλι από ντροπή και να σιωπήσει, όπως κάνει η υπόλοιπη οικογένεια. Όταν πηγαίνει με τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, αρνείται να βιάσει Τουρκάλες. Ψάχνει διαρκώς τη λύτρωση..

Η ποίηση και η λογοτεχνία ενός τόπου, είναι η αποτύπωση της κοινωνίας. Το κείμενο αυτό, δεν έχει στοιχεία έρευνας. Είναι μία προσωπική ματιά και η αίσθηση που μου άφησε η ανάγνωση των βιβλίων. Τα έργα στα οποία αναφέρθηκα, είναι έργα ανδρών.

Με αφορμή την 25η Νοεμμβρίου, την Ημέρα Για Την εξάλειψη Της Βίας Κατά Των Γυναικών, ας μην ξεχνάμε ότι μέσα σ´ ένα χρόνο, στην Ελλάδα διαπράχθηκαν έντεκα γυναικοκτονίες.

Ελένη Τοπαλούδη 21 ετών Ρόδος 28/11/2018
Αγγελική Πέτρου 28 ετών Κέρκυρα 1/1/2019
Ε.Μ. 51 ετών Καρδίτσα 27/1/2019
Κατερίνα Μ. 32 ετών Σητεία 4/3/2019
Μαρία Τσαφούρου 74 ετών Αμαλιάδα 15/3/2019
Γυναίκα 50 ετών Ελληνικό 21/3/2019
Γυναίκα 87 ετών Μαρούσι 3/4/2019
Γυναίκα 55 ετών Ίος 16/4/2019
Γυναίκα 49 ετών Χανιά 21/5/2019
Ερατώ 49 ετών Μυτιλήνη 23/5/2019
Σούζαν Ήτον 60 ετών Χανιά 2/7/2019

Στη γειτονική Κύπρο, ο Νίκος Μεταξάς δολοφόνησε επτά μετανάστριες. Πέντε γυναίκες και δύο κορίτσια..

Πηγή: tomov.gr