Αλλαγή του πολιτικού σκηνικού σε σχέση με τους 18 πρώτους μήνες της διακυβέρνησης της ΝΔ διαπιστώνει ο επικεφαλής Πολιτικών Ερευνών της Prorata Αγγελος Σεριάτος, επισημαίνοντας ότι οι συσχετισμοί έχουν επιστρέψει στον Ιούλιο του 2019.

Ads

Ο Αγγελος Σεριάτος μιλά στο tvxs.gr για τα πεδία φθοράς της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού, για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, για τα εκλογικά διλήμματα και τον χρόνο των εκλογών:

Στον απόηχο των πρωθυπουργικών εξαγγελιών στην ΔΕΘ, στον απόηχο του ανασχηματισμού, αλλά και μετά από ένα καλοκαίρι φυσικών καταστροφών, ποιο είναι το πολιτικό αποτύπωμα; Πως βλέπετε να διαμορφώνεται το πολιτικό τοπίο αυτή την στιγμή;

Η εικόνα που έχουμε αυτή τη στιγμή είναι σημαντικά διαφορετική από την αντίστοιχη που είχαμε κατά τους πρώτους 18 μήνες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Η σταδιακή μείωση της ικανοποίησης από το κυβερνητικό έργο και η αυξανόμενη ένταση του αρνητισμού απέναντί της, επανάφερε τους συσχετισμούς περίπου σε αυτούς που αποτυπώθηκαν εκλογικά τον Ιούλιο του 2019. Ο ανασχηματισμός και η παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ θα ήταν τα δύο μεγάλα παράθυρα ευκαιρίας για την αντιστροφή της καθοδικής πορείας.

Ads

Χωρίς αμφιβολία το πρώτο παράθυρο δεν αξιοποιήθηκε, καθώς το μήνυμα που εκπέμφθηκε ήταν ότι ως κυβέρνηση «τα πήγαμε αρκετά καλά σε πανδημία και πυρκαγιές αλλά μπορούσαμε και μπορούμε καλύτερα». Ενδεικτικό τούτου ότι από τους αρμόδιους υφυπουργούς και υπουργούς μόνο ένας πραγματικά καρατομήθηκε (κ. Χρυσοχοΐδης). Η επιλογή δε του κ. Αποστολάκη στο Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας που επιχειρήθηκε να συμβολίσει την τεχνοκρατική αντίληψη της κυβέρνησης σε θέσεις που απαιτείται επιχειρησιακή γνώση με ένα πρόσωπο που «ενώνει τους Έλληνες και τις Ελληνίδες» ανατράπηκε.

Τέλος, σε σχέση με την παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ η εκτίμησή μου είναι πως εκεί επιχειρήθηκε να προστατευθεί το πλεονέκτημα της κυβερνητικής αξιοπιστίας, με μετρημένες εξαγγελίες που δύσκολα δεν θα υλοποιηθούν. Και αυτή η προσπάθεια ωστόσο κάπως τραυματίστηκε, καθώς προέκυψε ζήτημα με το μέτρο της απευθείας παροχής χρηματικής βοήθειας σε όσους νέους εργαζόμενους κολλήσουν το πρώτο ένσημο, αφού δεν επρόκειτο εν τέλει γι’ αυτό που αφέθηκε να εννοηθεί πως ήταν. Γενικά πάντως, αυτή η αμυντική στρατηγική των περιορισμένων εξαγγελιών παρ’ ότι περιφρουρεί τον βαθμό αξιοπιστίας της κυβέρνησης, δεν κάνει το πιο κρίσιμο: δεν δίνει λύσεις στα σημαντικά προβλήματα της κοινωνίας. Και υπό αυτή την έννοια, η ΔΕΘ δεν έδωσε στην κυβέρνηση την αναγκαία ώθηση να πορευτεί το επόμενο διάστημα.

Πού εντοπίζετε τα βασικά πεδία φθοράς για την κυβέρνηση; Και σε ποια έκταση;

Το πολιτικό κεφάλαιο που εξασφάλισε η κυβέρνηση λόγω της περιόδου χάριτος που απήλαυσε, της διαχείρισης του πρώτου κύματος της πανδημίας και των οικονομικών μέτρων στήριξης που έλαβε, σύντομα εξανεμίστηκε από τη διαχείριση του δεύτερου κύματος και των καταστροφικών πυρκαγιών του καλοκαιριού.

Παράλληλα, μια σειρά από αλαζονικές συμπεριφορές και πολιτικές επιλογές, όπως η ποδηλατάδα στην Πάρνηθα, το γλέντι στην Ικαρία, τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, οι συχνά παράλογοι περιορισμοί σε ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα σε συνδυασμό, δεδομένων των εικόνων συνωστισμού στα ΜΜΜ είναι μόνο ορισμένες από τις εστίες δυσαρέσκειας που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου.

Και αυτή η δυσαρέσκεια αποτυπώνεται σε όλους τους δείκτες, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που αφορά τις εντυπώσεις απέναντι στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Ενδεικτικά, οι θετικές εντυπώσεις προς τον κ. Μητσοτάκη πριν από περίπου ενάμιση χρόνο ήταν 55% και οι αρνητικές 39%. Σήμερα έχουμε μια αντεστραμμένη εικόνα με το 52% να διατηρεί αρνητική εικόνα για τον πρωθυπουργό και το 44% θετική. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι παρά τη σημαντική φθορά του τελευταίου διαστήματος, κυβέρνηση και πρωθυπουργός συνεχίζουν να διατηρούν σαφές προβάδισμα σε όλους τους συγκρίσιμους δείκτες έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στις δημοσκοπήσεις – σε όσες τουλάχιστον έχουμε δει μέχρι τώρα – καταγράφεται πλέον σαφής φθορά της κυβέρνησης, αλλά δεν καταγράφεται αντίστοιχη άνοδος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Που οφείλεται αυτό;

Αρχικά, πρέπει να ειπωθεί πως δεν έχουμε έναν δικομματισμό όπως αυτόν που γνωρίσαμε μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Για την πλειονότητα όσων ψήφισαν τη ΝΔ το 2019 και σήμερα αποστασιοποιούνται από αυτή, η ιδεολογικοπολιτική απόσταση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ – είτε αυτό ισχύει στην πραγματικότητα είτε όχι, λίγο αφορά τις δημοσκοπήσεις, δηλαδή τον κόσμο των αντιλήψεων – είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη απόσταση μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Υπό αυτή την έννοια, ένας ψηφοφόρος, ο οποίος δυσαρεστείται από τη ΝΔ δεν μετακινείται με τρόπο αυτόματο προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σε σχέση με το γιατί δεν καταγράφεται αξιοσημείωτη άνοδος για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης νομίζω πως η απάντηση κρύβεται σε δύο λόγους. Πρώτον, στο γεγονός πως κατά τη τρέχουσα περίοδο η εστίαση της κοινωνίας δεν είναι στα πολιτικά κόμματα και την σύγκρουση θέσεων αλλά στη πρωτοφανή κρίση και τη διαχείριση της. Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ ασκούσε την ιδανική αντιπολίτευση δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει εύκολα μια ισχυρή δυναμική, καθώς η πανδημία επισκιάζει σημαντικά άλλες προνομιακές προς αυτόν θεματικές.

Πέρα, ωστόσο, από την κυριαρχία των θεμάτων της πανδημίας πάνω στη δημόσια ατζέντα, ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να εμπνεύσει τους μη δεξιούς ψηφοφόρους και να παράξει ισχυρές κομματικές ταυτίσεις μαζί τους, καθώς έχει χάσει το πλεονέκτημα του «νέου» και παράλληλα ταλανίζεται από ένα έλλειμμα αξιοπιστίας που τον συνοδεύει εδώ και χρόνια για μια σειρά από λόγους. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χρειάζεται να εδραιωθεί ως ένας αξιόπιστος και συνεπής μηχανισμός στα μάτια των δυνητικών ψηφοφόρων του. Δεν είναι δηλαδή αποκλειστικά το τι λέει αλλά πόσο συνεπής προσλαμβάνεται απέναντι σε όσα λέει, είτε πιο ριζοσπαστικά, είτε πιο μετριοπαθή. Ιδίως όταν όλα όσα λέει, υπόσχεται και πράττει φιλτράρονται από ένα μιντιακό περιβάλλον όχι ιδιαίτερα ευνοϊκό προς το κόμμα.

Στην ΔΕΘ ο πρωθυπουργός έβαλε ένα δίλημμα που μοιάζει εκλογικό: «Αυτοδυναμία ή διπλές κάλπες» – σε μια διασταλτική ερμηνεία «αυτοδυναμία ή χάος». Περνάει αυτό το δίλημμα στην κοινή γνώμη;

Το δίλημμα που έθεσε ο πρωθυπουργός νομίζω πως δεν ενδιαφέρει προς το παρόν το σύνολο της κοινωνίας. Είναι ένα μήνυμα ενεργοποίησης όσων ψηφοφόρων πήραν αποστάσεις από τη ΝΔ τον τελευταίο χρόνο και δεν έκαναν το βήμα προς κάποιο άλλο κόμμα, και οι οποίοι σύμφωνα με το υποβόσκον αφήγημα έστω και κριτικά θα πρέπει να στηρίξουν τη Νέα Δημοκρατία, εφόσον δεν επιθυμούν να ρισκάρουν μια κατάσταση πολιτικής αστάθειας. Ο πρωθυπουργός ήθελε να στείλει το μήνυμα πως η ψήφος στη Νέα Δημοκρατία σημαίνει κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ενώ η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ με τους τρέχοντες συσχετισμούς μπορεί να σημαίνει από κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ έως και συγκυβέρνηση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΜεΡΑ 25 σε μια αρκετά διαφορετική κατεύθυνση.

Ουσιαστικά ήθελε να κινητοποιήσει όσους θεωρούν πως παρά τις αστοχίες και τα λάθη της σημερινής κυβέρνησης, η τελευταία αποτελεί τη μόνη γνωστή και δοκιμασμένη λύση σταθερότητας, ενώ οποιαδήποτε άλλη επιλογή δεν θα είναι «ΣΥΡΙΖΑ» αλλά μια συνταγή μη δοκιμασμένη και άρα «περιπετειώδης». Το αν θα περάσει ή όχι ένα τέτοιο δίλημμα εξαρτάται κυρίως από το αν η «κανονικότητα» της επόμενης περιόδου θα βιώνεται ως μια θετική ή έστω ανεκτή κατάσταση από την πλειοψηφία της κοινωνίας ή όχι.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει, και καλεί σε προοδευτική διακυβέρνηση. Υπάρχει έδαφος και στην κοινωνία, αλλά και στις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις για μια τέτοια διακυβέρνηση; Μπορεί, ρεαλιστικά, να βγάλει κυβέρνηση η απλή αναλογική;

Σήμερα, ούτε με βάση τα ποσοστά που καταγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά ούτε και με βάση τις στάσεις των ηγεσιών του ΚΙΝΑΛ, του ΜεΡΑ 25, του ΚΚΕ και των ψηφοφόρων τους μπορεί να θεωρηθεί πιθανό το ενδεχόμενο μιας αριστερής – προοδευτικής διακυβέρνησης. Ενδεικτικά, η εξαιρετικά εχθρική στάση της πλειονότητας των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η αντίστοιχη διμέτωπη στάση της κ. Γεννηματά τεκμηριώνουν πως μια πιθανή συνεννόηση των δύο κομμάτων είναι μάλλον απίθανη τη δεδομένη στιγμή. Ενδεχομένως, οι εσωκομματικές εξελίξεις στο Κίνημα Αλλαγής να δώσουν ώθηση σε αλλαγές στάσης. Για παράδειγμα, οι υποψηφιότητες του κ. Καστανίδη και του κ. Ανδρουλάκη φαίνονται εκ πρώτης να κινούνται προς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή της νυν προέδρου του κόμματος και του κ. Λοβέρδου. Από την άλλη, δεν φαίνεται να υπάρχει βούληση από το ΜεΡΑ 25 και φυσικά ούτε από το ΚΚΕ για συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, προς το τέλος του εκλογικού κύκλου θα χρειαστεί όλα τα μη δεξιά κόμματα να απαντήσουν πειστικά πως θα συμβάλλουν στη διακηρυγμένη θέση τους για πολιτική αλλαγή. Και εκεί υπάρχουν αρκετά ευρωπαϊκά παραδείγματα που στερούν επιχειρήματα από όσους σήμερα αρνούνται τη συνεννόηση των μη δεξιών δυνάμεων. Θα δούμε.

Βλέπετε εκλογές εντός του 2022; Πολλοί στοιχηματίζουν ότι θα είναι εκλογική χρονιά… Και ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, όποτε κι εάν γίνει;

Αναμφίβολα, η ΝΔ θα ήθελε να καταγραφεί εκ νέου ως η κυρίαρχη δύναμη μέσω πρόωρων εκλογών, επιβεβαιώνοντας το μικρό ή μεγαλύτερο προβάδισμα της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, για την κυβέρνηση κάτι τέτοιο δεν θα ήταν νομίζω επωφελές. Αν εν μέσω έξαρσης της πανδημίας προκηρυχθούν εκλογές το προφίλ της υπευθυνότητας που έχει επιχειρήσει να οικοδομήσει ο κ. Μητσοτάκης θα πληγεί. Δεν θα ήθελα οριοθετήσω τόσο στενά την εκτίμηση μου. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι προς το παρόν ο πρωθυπουργός δεν έχει κανέναν σημαντικό λόγο να πάει σε πρόωρες εκλογές. Η αντιπολίτευση δεν το ζητάει, ο ίδιος δεν θέλει να λάβει την ευθύνη, ενώ αν υπάρξει και επαρκής χρόνος «κανονικότητας» ως προς την οικονομική και κοινωνική ζωή, τότε θα αποδώσει και καλύτερα το βέβαιο αφήγημα πως η κυβέρνηση του δοκιμάστηκε σε μια πρωτοφανή για την ανθρωπότητα κρίση – και παρά τα λάθη και τις παραλείψεις – πέτυχε να κρατήσει τη χώρα όρθια, μακριά από «περιπέτειες».

Σε κάθε περίπτωση αν οι εκλογές γίνουν άμεσα το δίλημμα που θα επιχειρήσει η ΝΔ να θέσει θα είναι η προοπτική της εθνικής και ατομικής σταθερότητας απέναντι στην προοπτική της αβεβαιότητας. Νομίζω πως για να ανταπεξέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει να μπει σε αυτή τη συζήτηση αλλά αφού πραγματικά αφουγκραστεί τις επιμέρους ανάγκες των κοινωνικών ομάδων που θέλει να εκπροσωπήσει να θέσει τα δικά του διλήμματα πάνω σε άξονες που του δίνεται από την κοινή γνώμη θεματική αρμοδιότητα, όπως οι μισθοί, οι εργασιακές σχέσεις, η φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου, το κράτος πρόνοιας, η διαφθορά και η δικαιωματική ατζέντα και μάλιστα με τρόπο αφενός πειστικό και αφετέρου μη ετεροκαθοριζόμενο από τη Νέα Δημοκρατία. Η λογική του «ο αντίπαλος είπε δύο, εγώ θα πω τέσσερα» ούτε σε διαχωρίζει από τον πολιτικό σου αντίπαλο, ούτε εμπνέει τους δυνητικούς ψηφοφόρους σου.