Μήνυση κατά παντός υπαιτίου κατέθεσε χθες ο πατέρας του 27χρονυ Βασίλη Μάγγου, Γιάννης Μάγγος, που έχασε τη ζωή του πέρυσι στον Βόλο, μετά την κακοποίηση που υπέστη από αστυνομικούς της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μαγνησίας.

Ads

Υπενυθμίζεται ότι 27χρονος χτυπήθηκε αναίτια από αστυνομικούς στον Βόλο και οδηγήθηκε στον θάνατο ενώ η οικογένειά του δεν έχει καμία ενημέρωση για την ΕΔΕ. Όπως αναφέρει σε ανάρτησή του στο facebook, παρόλο που έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που ο Βασίλης Μάγγος -μετέχοντας στον αγώνα κατά της καύσης σκουπιδιών από το τσιμεντάδικο της Lafarge στο Βόλο- χτυπήθηκε αναίτια μπροστά στο Μέγαρο της Δικαιοσύνης από αστυνομικούς της Α.Δ. Μαγνησίας, βασανίστηκε και οδηγήθηκε στο θάνατο, μέχρι σήμερα η οικογένειά του δεν έχει ενημερωθεί για τα αποτελέσματα του πορίσματος από την διεξαγόμενη ΕΔΕ. Και αυτό, παρά τη δέσμευση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ότι το περιστατικό ξυλοδαρμού θα διερευνηθεί «απολύτως» ανεξάρτητα από τα αίτια θανάτου του.

Ο Γ. Μάγγος επισημαίνει πως έχει γίνει γνωστό ότι η ΕΔΕ ολοκληρώθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο και ήδη κάποιοι από τους ελεγχθέντες αστυνομικούς παραπέμπονται πειθαρχικά. Ωστόσο, με την επίκληση της αρχής της μυστικότητας, τα ονόματα των εμπλεκομένων στην κακοποίηση δεν έχουν κοινοποιηθεί στην οικογένεια του 27χρονου.

«Ο γιος μας στοχοποιήθηκε, επειδή είχε αναπτύξει πολιτική δράση, χτυπήθηκε, βασανίστηκε, προπηλακίστηκε, λοιδορήθηκε, παρότι οι βασανιστές του γνώριζαν πολύ καλά ότι ανήκε σε ευάλωτη ομάδα.  Αντιμετωπίστηκε ρατσιστικά. Υπέστη βαριές σωματικές και ψυχικές, για την υγεία και τη ζωή του, βλάβες, ακυρώθηκε η προσωπικότητά του, δεν άντεξε την άδικη ταπείνωση, οδηγήθηκε στον θάνατο. Αν δεν συνέβαιναν όλα αυτά, σήμερα θα ζούσε…» υπογραμμίζει ο Γ. Μάγγος.

Ads

«Η κακοποίησή του, αφενός δεν αιτιολογεί το λόγο της σύλληψής του – αφού τίποτε δεν προέκυψε εις βάρος του – αφετέρου συνιστά βασανισμό, προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος» σημειώνει. Εξηγεί δε ότι η μήνυση υπεβλήθη γιατί όταν «αστυνομικοί υπερβαίνουν τα όρια του νόμου – τον οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπούν – τότε προκύπτουν όχι μόνον πειθαρχικές αλλά και ποινικές ευθύνες».