Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τον περασμένο Νοέμβριο, φτάσαμε στις τρεισήμισι χιλιάδες κρούσματα Covid-19 την ημέρα. Δηλαδή στο μη παρέκει. Λάθη επί λαθών και πολιτικές σκοπιμότητες οδήγησαν σε μια δραματική κατάσταση, που κόστισε και κοστίζει ανθρώπινες ζωές. Στην κοινωνία, ο φόβος εναλλάσσεται με την οργή. Αν δεν αλλάξουμε ρώτα, θα ακολουθήσει έκρηξη.
 
Κλείσανε τα μαγαζιά, κλείσανε τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια, άρχισε ο εμβολιασμός. Αλλά τίποτα. Μήπως είναι μάταιο να αναζητούμε λύσεις πέρα από τα αυτονόητα; Μα περί αυτού ακριβώς πρόκειται: Δεν ασχολούμαστε με τα αυτονόητα! Συνειδητοποιούμε σιγά-σιγά ότι ακόμα και χώρες με ανεπτυγμένες υποδομές φτάνουν στα όριά τους όταν ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται εκθετικά. Και είναι φυσικό. Αν δεν περιοριστεί δραστικά η εξάπλωση της πανδημίας, όσο θωρακισμένο κι αν είναι το σύστημα υγείας δεν θα αντέξει. Και αν αντέξει, οι παράπλευρες απώλειες θα είναι πολλές, διότι τα συνηθισμένα περιστατικά δεν έχουν πια που να πάνε.
 
Να προλάβω κάτι, για να μην παρεξηγηθούμε: Είναι προφανές ότι πρέπει να επιταχθούν αμέσως οι ιδιωτικές μονάδες και να αυξηθεί ο αριθμός των ΜΕΘ στα δημόσια νοσοκομεία. Αλλιώς πώς θα αντιμετωπιστούν οι 200 και πλέον εισαγωγές την ημέρα στα νοσοκομεία; Αλλά ας μη βαυκαλιζόμαστε ότι η αύξηση των ΜΕΘ θα λύσει το πρόβλημα, αν δεν ελεγχθεί αποτελεσματικά η εξάπλωση της πανδημίας και δεν αναπτυχθούν κατάλληλα αντι-ιικά φάρμακα.
 
Δύο είναι τα μέτρα που μπορούν να ελέγξουν τον ρυθμό εξάπλωσης της πανδημίας: Ο περιορισμός των επαφών και ο εμβολιασμός. Και για τα δύο υπάρχει σήμερα μια κατάσταση Βαβέλ, μια απίστευτη ασυνεννοησία που αγγίζει τα όρια του γελοίου. Βομβαρδιζόμαστε καθημερινά με αντικρουόμενες απόψεις, ευχές, έως και καθαρές ανοησίες. Αυτός ο «θόρυβος» επικαλύπτει τις εκτιμήσεις που γίνονται από πραγματικά ειδήμονες. Πριν από μερικές μέρες ο καθηγητής Δερμιτζάκης πρότεινε να αντικατασταθεί η επιτροπή ειδικών που συμβουλεύει το υπουργείο Υγείας από μια ολιγομελή ομάδα, που περιέχει, εκτός από λοιμωξιολόγους, και άλλες επιστημονικές ειδικότητες. Αυτή η πρόταση, που είχε γίνει προ καιρού και από τις στήλες του tvxs, είναι ό,τι πιο αυτονόητο για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με αποτελεσματικό τρόπο. Εξηγώ γιατί.
 
Πρώτα απ’ όλα, η συμβολή των μηχανικών/μαθηματικών (όπως ο καθηγητής Σαρηγιάννης), των βιολόγων/γενετιστών (όπως ο καθηγητής Δερμιτζάκης) και των επιδημιολόγων (όπως η καθηγήτρια Λινού) στην αναζήτηση πρόσφορων λύσεων είναι καθοριστική. Το ίδιο και η συμβολή των ψυχολόγων/ψυχιάτρων, που προειδοποιούν ότι ο εγκλεισμός μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες στην ψυχική υγεία. Όμως, οι απόψεις αυτών των ανθρώπων αραιώνονται και σχετικοποιούνται από τα σχόλια που κάνουν διάφοροι άλλοι, παγκοσμίως άγνωστοι, που μετατράπηκαν εν μια νυκτί σε αυθεντίες. Η παρέλαση όλων αυτών, που στην πραγματικότητα έχουν ελάχιστα να πουν πέρα από εικασίες και κοινοτοπίες, πρέπει με κάποιον τρόπο να σταματήσει. Γιατί αλλιώς ο κόσμος δεν θα μπορέσει να διακρίνει ανάμεσα στο έγκυρο και το άκυρο.
 
Παρακάτω: Για να μειωθεί ο συγχρωτισμός, χωρίς να ερημώσει ο τόπος και να πεθάνουμε από κατάθλιψη, χρειάζεται ένα πραγματικά «έξυπνο» σχέδιο, βασισμένο σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Στοιχεία συλλέγονται, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι είναι επαρκή και ότι η επεξεργασία τους είναι η ενδεδειγμένη. Ο έλεγχος του πληθυσμού είναι ελλιπέστατος. Κι εξ άλλου, ακόμα κι ήταν επαρκή τα στοιχεία, ποιος θα αξιοποιήσει τα προβλεπτικά μοντέλα που ενδεχομένως υπάρχουν από προηγούμενη δουλειά στη μηχανική, τη στατιστική, τη μελέτη των περιβαλλοντολογικών παραγόντων; Ο μικροβιολόγος της σειράς ή ο λοιμωξιολόγος, που δεν ξέρουν τι πάει να πει κυκλοφορία του αέρα και τί νανοσωματίδιο;
 
Για να γίνω σαφέστερος: Διαβάζω ότι αμερικανική εταιρεία (η JB&B) ανέπτυξε υπολογιστικό μοντέλο, που απεικονίζει επακριβώς την κυκλοφορία του αέρα και των αερολυμάτων μέσα σε μια σχολική αίθουσα 9 μαθητών, ανάλογα με το αν τα παράθυρα είναι ανοιχτά ή κλειστά. Τόσο καλά. Εδώ, βασιζόμενοι σε παιδαριώδη σχήματα α λα Μαγιορκίνη ή απλώς τη διαίσθησή μας, αναρωτιόμαστε αν πρέπει να «ανοίξουμε» για να εκτονωθεί ο κόσμος στις πλατείες και τα καφέ αντί να συνωστίζεται στα σπίτια και τους κλειστούς χώρους. Δεν λέω, καλή ακούγεται η ιδέα του «ανοίγματος», και εξυπηρετεί σίγουρα την οικονομία. Αλλά ποιος μέτρησε πόσο μεταδίδεται έτσι και πόσο αλλιώς ο ιός; Γιατί δεν κάνουμε πρώτα το προφανέστερο, δηλαδή να περιορίσουμε τον συγχρωτισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στους χώρους εργασίας; Και γιατί δεν χρησιμοποιούμε στοχευμένα τα rapid tests, ως οδηγό για το τι ακριβώς μπορεί να ανοίξει και τι όχι; Τα οριζόντια μέτρα συχνά βασίζονται σε αυθαίρετες υποθέσεις, που δεν στηρίζονται πουθενά.
 
Τα ίδια περίπου ισχύουν για τα εμβόλια. Δεν διακρίνω, όσο κι αν προσπαθήσω, κάποια λογική στη σειρά των εμβολιασμών. Οι υγειονομικοί εμβολιάζονται, αλλά οι φοιτητές της ιατρικής, που θα βάλουν το κεφάλι τους μέσα στο στόμα του λύκου, θεωρούνται άτρωτοι· το ίδιο κι οι δάσκαλοι στα σχολεία ή το προσωπικό στα Πανεπιστήμια· δίνεται προτεραιότητα στους εργαζόμενους στην τουριστική βιομηχανία, αλλά οι εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής μεταφοράς τίθενται σε δεύτερη μοίρα, λες και έχουν μικρότερη έκθεση στον ιό· εμβολιάζονται κατά προτεραιότητα οι αστυνομικοί και όχι οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα. Έλεος!
 
Επιλέξαμε μάλλον βεβιασμένα το εμβόλιο της AstraZeneca, πριν καλά-καλά ολοκληρωθούν οι μελέτες. Τώρα που εμφανίζονται τα προβλήματα, αισθανόμαστε παγιδευμένοι και προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε με ανοησίες: Βεβαίως και είναι ο μη εμβολιασμός πιο επικίνδυνος από τον εμβολιασμό με αυτό το εμβόλιο! Αλλά μπορούμε να αγνοήσουμε έναν σοβαρό κίνδυνο, όπως τα θρομβοεμβολικά επεισόδια; Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) διαβεβαιώνει ότι είμαστε περισσότερο ασφαλείς αν εμβολιαστούμε. Αλλά αυτό, έτσι όπως τίθεται, δεν είναι παρά ένα σόφισμα: Η εναλλακτική λύση στο εμβόλιο της AstraZeneca δεν είναι ο μη εμβολιασμός, αλλά ο εμβολιασμός με άλλο εμβόλιο, τουλάχιστον μέχρι να μελετηθούν περισσότερο οι παρενέργειες του συγκεκριμένου σκευάσματος σε ειδικές ομάδες του πληθυσμού.
 
Κλείνω με το εύστοχο σχόλιο του Παντελή Μπουκάλα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Λέει λοιπόν επί του προκειμένου: «Επί έναν χρόνο, οι κυβερνήτες όλων των χωρών μιλούν για τον πόλεμο εναντίον ενός αόρατου εχθρού. Εμείς οι κυβερνώμενοι, εντούτοις, βλέπουμε μήνες τώρα ότι διεξάγεται και ένας άλλος πόλεμος. Είναι ένας σκληρός πολιτικός και οικονομικός πόλεμος, που όμως υποδύεται τον επιστημονικό: «Το τάδε εμβόλιο δεν πληροί τις προϋποθέσεις, διότι οι κλινικές δοκιμές κτλ.». Διαβάζουμε τις σχετικές ανακοινώσεις με τις βαριές επιστημονικές ή/και πολιτικές υπογραφές και οι περισσότεροι τις πιστεύουμε. Όταν όμως έπειτα από λίγες εβδομάδες βλέπουμε τους αμφισβητίες να μετατρέπονται σε υπερασπιστές της ποιότητας του απορριφθέντος εμβολίου, ξαναμετράμε το βάρος των υπογραφών τους και το βρίσκουμε πολύ πιο μικρό απ’ όσο φανταζόμασταν». 
 
Είπατε κάτι;