«Δεν μπορούμε εσαεί να είμαστε όμηροι ενός ιού»
Κ. Πουλάς, Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοχημείας

Ads

Σαν μια κακόγουστη αμερικάνικη ταινία δράσης, σαν μια περιπέτεια με διαρκείς, όλο και πιο απίθανες «ανατροπές». Έτσι μοιάζει η εξέλιξη της επιδημίας στην Ελλάδα, όχι γιατί τα δεδομένα είναι όντως τόσο δραματικά, εφόσον διαθέτουμε πλέον γνώση, αρκετά φάρμακα και εμβόλια, αλλά επειδή το παιχνίδι της τρομολαγνείας συνεχίζεται. Όπως στις ταινίες δράσης ο Ιντιάνα Τζόουνς ή οι εκάστοτε καλοί, εκεί που πάνε να πούνε ότι τελειώσαμε με τους μπελάδες, απειλητική μουσική συνοδεύει έναν καινούριο «εχθρό» που πρέπει να παταχθεί, έτσι και με την επιδημία: εκεί που τα Μ.Μ.Ε. αλάλαζαν «Δόξα τω Θεώ» με τα εμβόλια και την οργουελική «επιχείρηση: ελευθερία», τώρα φωνάζουν πάλι: «Βοήθα Παναγιά» με τις μεταλλάξεις του ιού, τη σπάνη των εμβολίων κ.ο.κ. Ωστόσο, το κοινό που παρακολουθεί την ταινία, δείχνει να βαρέθηκε πλέον…

Ξεκίνησα με μεταμοντέρνο τρόπο, όπως το συνηθίζει ένας σλοβάκος φιλόσοφος του συρμού, αλλά σκοπεύω να κινηθώ σε πιο «παραδοσιακά» μονοπάτια της Φιλοσοφίας. Το αντικείμενό μου εδώ είναι η καταστροφή του ανθρωπισμού, όπως τουλάχιστον μάς παραδόθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση και εντεύθεν. Με άλλα λόγια, σκοπεύω να προβάλω σε αυτό το κείμενο τον αντι-Διαφωτισμό που καλπάζει με αφορμή μια επιδημία, η οποία φαίνεται ότι θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμη. Προλαμβάνω εδώ τυχόν ενστάσεις που έχουν να κάνουν με το ότι «έτσι κάνουν όλες» οι χώρες της Ευρώπης: οι πολιτικές και οικονομικές διακυβεύσεις σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο είναι κοινές –όχι μόνο λόγω παγκοσμιοποίησης- και τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα δεν οφείλονται στον «μιμητισμό» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, λόγω παντελούς ανικανότητας διαχείρισης. Φαίνεται καθαρά πλέον ότι ο βασικός στόχος δεν είναι η λύση της επιδημίας, αλλά η καθυπόταξη της κοινωνίας.

Ξεκινώ με ένα θέμα που είναι, εκτιμώ, σημειολογικά κεντρικό: και πάλι το ζήτημα των μασκών. Μεταφράζω από την επίσημη σελίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οδηγίες με ημερομηνία Δεκεμβρίου του 2020 (η έμφαση δική μου): «οι μάσκες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν βρισκόμαστε σε χώρους με συνωστισμό, όπου δεν μπορεί κανείς να κρατήσει τουλάχιστον 1 ΜΕΤΡΟ απόσταση από τους άλλους, και σε χώρους με ανεπαρκή εξαερισμό […] Σε χώρους με συνωστισμό, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η μάσκα ΕΑΝ ΔΕΝ μπορεί να επιτευχθεί η φυσική απόσταση [του ενός μέτρου]. Σε εξωτερικούς χώρους φορέστε μάσκα ΕΑΝ ΔΕΝ μπορείτε να έχετε [1 μέτρου] απόσταση από τους άλλους».

Ads

Προσοχή: δεν θεωρώ τον Π.Ο.Υ. «υπεράνω πάσης υποψίας» για την έως τώρα διαχείριση της επιδημίας παγκοσμίως, αλλά ας ξεκινήσουμε με τις οδηγίες του, τις οποίες, υποτίθεται, ότι ακολουθούν οι χώρες. Εάν δεν έχω χάσει ολοσχερώς το αισθητήριο κατανόησης της γλώσσας, οι παραπάνω προτροπές σημαίνουν τα εξής: α) σε επαρκώς εξαεριζόμενους εσωτερικούς χώρους, εκεί δηλαδή που ο αέρας ανανεώνεται συνέχεια και με γοργούς ρυθμούς, καθώς επίσης εάν δεν υπάρχει στενή επαφή (μικρότερη του μέτρου) με τους άλλους, δεν χρειάζεται η μάσκα, β) σε εξωτερικούς χώρους είναι παντελώς ανυπόστατη η υποχρέωση χρήσης μάσκας, εφόσον τηρούνται οι προτροπές για «κοινωνική αποστασιοποίηση».

Τι σχέση έχουν τα παραπάνω με αυτό που συμβαίνει γύρω μας; Καμία! Μάλλον θυμίζουν την αλήστου μνήμης σχολική ποδιά και το μήκος της φούστας από την εποχή του Πάγκαλου… Δεν γνωρίζω αν θα μάθουμε ποτέ τις επιπτώσεις από το «μάσκα παντού» στην υγεία (π.χ. δημιουργία αναπνευστικών προβλημάτων, εξασθένηση της φυσικής άμυνας του ανώτερου αναπνευστικού κ.λπ.), όμως το αποτύπωμα αυτών των έξω από τον άνθρωπο καταναγκασμών στην κοινωνία είναι άμεσο και τρομακτικό: ο μετεμφυλιακός «φόβος του χωροφύλακα» επέστρεψε και ενεργοποιήθηκε ταυτόχρονα ο κοινωνικός «αυτοματισμός», που μετατρέπει σε σύγχρονη μειονότητα κάποιον που φόρεσε ένα φουλάρι αντί για μάσκα, ο οποίος επιπλέον κινδυνεύει με λιντσάρισμα. Στην ιστορική διαδρομή του σύγχρονου ανθρώπου κάπου έπεσε και χάθηκε ο «σοσιαλισμός» και μας έμεινε μόνο η βαρβαρότητα.

«Συναγερμός»: επί καθημερινής βάσεως, τα συστημικά κανάλια αλλά και οι ιστοσελίδες χρησιμοποιούν αφειδώς και χωρίς μέτρο τη λέξη, λες και κάθε μέρα έρχεται μια νέα συντέλεια του κόσμου. Επανειλημμένως, σοβαροί επιδημιολόγοι έχουν καταδικάσει αυτή την πρακτική της διασποράς φόβου, όχι μόνο για την ψυχική υγεία των ανθρώπων αλλά και για την ψυχραιμία στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Εδώ όμως το αντικείμενό μας είναι ο αφανισμός των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, όπως τουλάχιστον καθιερώθηκαν στον δυτικό καπιταλισμό, με άοκνους και αιματηρούς αγώνες των λαών. Επειδή «ενός κακού μύρια έπονται», ας ψάξουμε την αφετηρία αυτού του πρωτοφανούς αντι-ανθρωπισμού που προσπαθεί να επιβληθεί εδώ και έναν χρόνο περίπου.

Όλα ξεκίνησαν με την επιβολή του περίφημου «lockdown», της «καραντίνας» όπως μας έμαθαν να την επαναλαμβάνουμε την περασμένη άνοιξη. Επειδή, λοιπόν, η ιατρο-πολιτική εξουσία που διευθύνει αυτές τις ολοκληρωτικού τύπου πολιτικές, επικαλέστηκε ευθύς εξαρχής την επιστημονική «βεβαιότητα», ας εξετάσουμε την τελευταία, ξεχνώντας για λίγο την πολεμική της «Σχολής της Φρανκφούρτης» και του P. Feyerabend εναντίον της επιστημονικής αυθεντίας. «Επιστήμη» σημαίνει τη διατύπωση και την αποδοχή μιας θεωρίας η οποία θεμελιώνεται σε ισχυρά εμπειρικά δεδομένα. Σύμφωνα με το θετικιστικό υπόδειγμα, μόνο υπό αυτούς τους όρους η πλατωνική «δόξα» (η ασταθής προσωπική γνώμη) δύναται να σταθεροποιηθεί ως «γνώση», αυτό που σήμερα αποκαλούμε «βεβαιότητα». 

Όταν το Imperial College, εάν δεν κάνω λάθος, πρότεινε νωρίς την άνοιξη την επιβολή lockdown στις χώρες –πράγμα που τηρήθηκε σχεδόν από όλους, παρά τις ενστάσεις άλλων ειδικών-, σε ποια ακριβώς θεωρία στηρίχθηκε και, το κυριότερο, με ποια εμπειρικά δεδομένα; Θεωρώντας τις μεσαιωνικές πρακτικές μάλλον ξεπερασμένες, έψαξα στα τελευταία 100 χρόνια, δηλαδή μετά τη γρίπη του 1919, πότε και πού επιβλήθηκε καραντίνα σε πανεθνικό επίπεδο. Η απάντηση είναι: (στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον) ποτέ και πουθενά! Μόνο σε πολύ τοπικό επίπεδο (χωριά, μικρές κοινότητες κ.λπ.) υιοθετήθηκαν τέτοιες πρακτικές, αλλά ποτέ μα ποτέ σε πανεθνικό, πόσο δεν μάλλον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η απεχθής θεωρία και η εμπειρία που υποβαστάζουν και ωθούν «αναγκαστικά» σε τέτοια ολοκληρωτικά μοντέλα διαχείρισης, μιας επιδημίας μάλιστα χαμηλής έως μέτριας επικινδυνότητας;

«Η ελευθερία είναι δουλεία» βροντοφώναζε ο Μεγάλος Αδελφός στο περίφημο 1984 του G. Orwell. Η ελευθερία του ατόμου και στη συνέχεια η κοινωνική ελευθερία αποτέλεσαν τις μεγάλες κατακτήσεις του ανθρώπου στη σύγχρονη Ιστορία. Με φιλοσοφική ορολογία, η ιστορική πρόοδος του Πνεύματος (κατά τον Hegel) και η κοινωνική επανάσταση (κατά τον Marx και τους αναρχικούς) αποτελούν την κορύφωση μιας πορείας χειραφέτησης του ανθρώπου, που ξεκίνησε από την αττική Δημοκρατία για να αναγεννηθεί στον Διαφωτισμό. Φευ, όπως διατείνεται ο Κώστας Παπαϊωάννου, οι λαμπρές στιγμές του ανθρωπισμού είναι σπάνιες, καθώς η ροπή προς το αρχέγονο χάος καταδιώκει τον άνθρωπο, όσο υψηλά και αν θέλει να σηκωθεί στην Τέχνη και την Ιστορία του.

Ο ολοκληρωτισμός εχθρεύεται την ελευθερία ενώ, συχνά, όπως το συνέλαβε ο Orwell, αναποδογυρίζει το νόημα των λέξεων προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία του. Όταν διάβασα τον ευφάνταστο τίτλο που επέλεξε η κυβέρνηση Μητσοτάκη για να ονοματίσει το πρόγραμμα εμβολιασμών ως «επιχείρηση: ελευθερία», αυθόρμητα ο νους μου πήγε στον Μεγάλο Αδελφό. Αλήθεια, ποιος ευθύνεται για τη στέρηση των κοινωνικών και ατομικών ελευθεριών; Ποιος έθαψε τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό που μας κληρονόμησε ο Διαφωτισμός; Η κυβέρνηση δια των πρόθυμων και καλοπληρωμένων Μ.Μ.Ε. πασχίζει καθημερινά να μας πείσει ότι για τον αφόρητο εγκλεισμό φταίει η επιδημία. Αλλά, όπως είπα και παραπάνω, θέση που υποστηρίζουν και αρκετοί ειδικοί της επιδημιολογίας, ο εγκλεισμός και τα παρεπόμενά του δεν είναι μονόδρομος. Για να μην κουράσω τον αναγνώστη με λεπτομέρειες, θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα: δεν υπάρχει ούτε μία μελέτη που να θεμελιώνει ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά από κάποια ώρα περιορίζει την επιδημία, τουναντίον ίσως και να επιβαρύνει τη διασπορά στους εσωτερικούς χώρους.

Η κυβέρνηση επιβάλλει μέτρα ολοκληρωτικού τύπου (απαγόρευση συναθροίσεων, διάφορα πρόστιμα για λογής απίθανες αιτίες κ.λπ.) στο όνομα της «προστασίας» της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, δεν κάνει τα στοιχειώδη ως προς την υγεία του πληθυσμού: α) το υποστελεχωμένο Ε.Σ.Υ. καταρρέει υπό το βάρος των νοσηλειών, ενώ τα ιδιωτικά νοσοκομεία μένουν «καθαρά» από την επιδημία, β) η ιχνηλασία του ιού παραμένει μερική, μη στοχευμένη και ανεπαρκής, γ) η κυβέρνηση επιμένει να μεταθέτει χυδαία το βάρος των συνεπειών στην «ατομική ευθύνη» των απείθαρχων πολιτών, δ) δεν κάνει καμία, μα καμία παρέμβαση στις εστίες μετάδοσης (αφήνει ανοχύρωτα τα γηροκομεία, στοιβάζει σχεδόν 30 παιδιά ανά σχολική τάξη, δεν κάνει απλές κινήσεις για πύκνωση των Μ.Μ.Μ. που εξακολουθούν να είναι γεμάτα με κόσμο, αφήνει τα νοσοκομεία της επαρχίας χωρίς στοιχειώδεις υποδομές με αποτέλεσμα κόσμος να πεθαίνει λόγω έλλειψης οξυγόνου, καταστρέφει κάθε ίχνος πρωτοβάθμιας περίθαλψης που θα μετέτρεπε, ίσως, την επιδημία σε κάτι εντελώς διαχειρίσιμο με λιγότερα θύματα).

Αντί, λοιπόν, να πράξει τα στοιχειώδη ως προς το σκοπό που της επετράπη από τον λαό να υπηρετεί ως κρατική γραφειοκρατία, το μόνο που πράττει με συνέπεια είναι να επιβάλει το παράλογο: «μάσκα παντού» με το φόβητρο του «χωροφύλακα» – τιμωρού. Μπαίνει κανείς εύλογα στον πειρασμό να αναρωτηθεί μήπως τελικά ο πραγματικός σκοπός δεν είναι η «δημόσια υγεία», αλλά κάτι άλλο, επιμελώς κρυμμένο πίσω από τη διαχείριση του φόβου των μαζών…

Επειδή, όπως είδαμε παραπάνω, στην Ιστορία είναι σπάνιες οι στιγμές ανωτερότητας της ανθρωπότητας και άνθησης του ανθρωπισμού, οι δύο (αποκλίνοντες) δρόμοι που ακολούθησαν οι κοινωνίες για την κατάκτηση της κοινωνικής ελευθερίας αποδεικνύονται «εύθραυστοι». Από τη μια, οι παλαιότερες και πιο σύγχρονες θεωρίες περί «παγκοσμίου ειρήνης» και «κοινωνικού συμβολαίου» καταρρέουν σήμερα μπροστά στον κοινωνικό «αυτοματισμό» και τη βαρβαρότητα που καλλιεργεί η εξουσία. Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον ως πιθανό φορέα μόλυνσης, οι σκεπτικιστές στιγματίζονται ως «ακροδεξιοί» και επικίνδυνοι, ενώ οι εκφραστές των ανωτέρω θεωριών περί εφικτού «κοινωνικού συμβολαίου» παραμένουν άφωνοι.

Από την άλλη, οι διάδοχοι των επαναστατικών θεωριών κρύβονται τρομαγμένοι, εγκαταλείποντας κάθε ιδέα για τη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων που θα διεκδικήσουν ξανά την κοινωνική ελευθερία. Μαζί με όλα αυτά, η Τέχνη βυθίζεται στην ανυπαρξία και οι ανθρωπιστικές σπουδές βάλλονται πανταχόθεν ως «άχρηστες». Αλήθεια, πώς μπορεί μια κοινωνία να αντιμετωπίσει μια απειλή μόνο με τους «ειδικούς» γιατρούς, όταν χρειάζονται επειγόντως ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι για την ίαση της κοινωνίας; Το ναυάγιο του ανθρωπισμού αποδεικνύει πόσο ευάλωτος είναι απέναντι στην επιθετική εξάπλωση ενός αντι-ανθρωπισμού, εξοπλισμένου με το πιο αρχέγονο όπλο εναντίον του ανθρώπου: τον φόβο. Ταχέως επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα και, νομίζω, πως θα χρειαστεί πάλι μια «Αναγέννηση» πριν ξαναθυμηθούμε τον Διαφωτισμό. Η βαρβαρότητα είναι επί θύραις και έχει πολύ συγκεκριμένα, πολιτικά χαρακτηριστικά.

Ο εγκλεισμός παίρνει –σκοπίμως;- τη μορφή εγκλωβισμού στην οθόνη, για κάθε χαρακτηριστικό της κοινωνικής μας ζωής. Φυλακισμένοι στο Διαδίκτυο, αναζητούμε την «Αρκαδία» της φυγής προς τον αληθινό κόσμο, όπως συνέβαινε στο υπέροχο όνειρο του «ομήρου» Sam, στο αριστούργημα του Τέρι Γκίλιαμ: «Μπραζίλ». Καλλιεργείται, τελευταίως, μια τάση υποκατάστασης της επαφής και της συμμετοχής σε καλλιτεχνικά γεγονότα μέσω Διαδικτύου. Η πρακτική αυτή είναι εξόχως αντικοινωνική, αν και μοιάζει σαν επαρκές υποκατάστατο. Ιδίως όσον αφορά στις κοινωνικές διαμαρτυρίες, είναι επικίνδυνο για τις διεκδικήσεις άνθρωποι καθηλωμένοι στην οθόνη να νομίζουν ότι πράττουν αντίσταση, απλώς παρακολουθώντας στον υπολογιστή ανθρώπους να μιλούν από μακριά.

Όσο η ανθρωπότητα εγκλωβίζεται σε αυτή την πρακτική, ο αντι-ανθρωπισμός επελαύνει χωρίς αντιστάσεις. Υιοθετούμε αγόγγυστα το μοντέλο: σπίτι – δουλειά και τούμπαλιν, στερούμενοι τη λυτρωτική γνώση της Τέχνης και της κοινωνικής επαφής, που είναι και η ουσία της ύπαρξής μας. Η μόνη δραστηριότητα που μας επιτρέπουν χωρίς πρόστιμο είναι η κατανάλωση. Ο άνθρωπος μετασχηματίζεται σε παθητικό «χρήστη» που στερείται τα στοιχειώδη συστατικά της ουσίας του, την κοινωνικότητα και την υπέρβαση μέσω της Τέχνης. Η διαδικτυακή, εικονική αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής, η μετατροπή της σε μια μεταμοντέρνα μορφή «καταστασιακού» θεάματος, αποτελεί το τέλος του ανθρωπισμού. Όμως, ουκ επ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος! Αργά ή γρήγορα η κοινωνία θα εξεγερθεί διότι «δεν θα έχει να χάσει παρά μόνο τα (ηλεκτρονικά) δεσμά της». Εν τέλει, ανθρωπισμός χωρίς άνθρωπο δεν μπορεί να υπάρχει…