Όταν το 1985, το αγγλικό φιλοναζιστικό γκρουπ Skrewdriver κυκλοφόρησε τον δίσκο με τον τίτλο «Blood & Honour», (Αίμα και Τιμή) κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι η ομώνυμη φράση γραμμένη στα χιτλερικά μαχαίρια από το 1937 («Blut und Ehre») κατά την εκπαίδευση των εφήβων της ναζιστικής Γερμανίας, θα γινόταν «η μήτρα» των νεο-ναζιστικών οργανώσεων σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Άλλωστε ο «θεωρητικός» εθνικοσοσιαλιστής και εμπνευστής του συγκροτήματος, Ian Stuart Donalson, ο οποίος είχε τραγουδήσει στον δίσκο «Hail The New Dawn», που σημαίνει Ζήτω η Νέα Αυγή, θα γινόταν στο μέλλον χωρίς να το ξέρει και «ο νονός» άλλων φιλοχιτλερικών οργανώσεων που θα διάλεγαν τίτλο την λέξη «Αυγή» με κάποιον άλλον προσδιορισμό. Όπως για παράδειγμα η «Χρυσή Αυγή».

Ads

Στην Μεγάλη Βρετανία όμως τα πράγματα σοβάρεψαν τη δεκαετία του 1990, όταν ο νεο-ναζιστικός χώρος συνδέθηκε με το χουλιγκανισμό των γηπέδων. Δεν θα αργούσε να δημιουργηθεί η «Combat 18» (C18), ο ένοπλος βραχίονας της διεθνούς ναζιστικής τρομοκρατίας. Λογότυπο της είναι η νεκροκεφαλή των Totenkopf S.S, ενώ ο αριθμός «18» αναφέρεται στο πρώτο και το όγδοο γράμμα της αλφαβήτου, «A.H.», δηλαδή «Adolph Hitler»…

Πολύ γρήγορα θα δημιουργηθούν παραρτήματα της τρομοκρατικής οργάνωσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τουλάχιστον 11 αρχικά και ξεπέρασαν τις 25 καθώς εξαπλώθηκαν και σε πολλές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αλλά και στην Σκανδιναβική χερσόνησο.

Ο Γιώργος Κουβαράς εξετάζει την ιστορική διαδρομή της οργάνωσης στην Μεγάλη Βρετανία, μέσα από την μαρτυρία του μεγαλύτερου ερευνητή-αναλυτή της «Combat 18» του Gerry Gable. Ο Βρετανός δημοσιογράφος, μαζί με τον Αυστραλό Quentin Mc Dermotte, θα επιμεληθούν για την world action ένα ντοκιμαντέρ, που θα φέρει όχι μόνο στην επικαιρότητα την εγκληματική δράση της οργάνωσης C18, αλλά θα οδηγηθούν ακόμη και στις δικαστικές αίθουσες στελέχη των νεο-ναζί.

Ads

Ο Gerry Gablet θεωρείται στην Μεγάλη Βρετανία ο «γκουρού» των αναλυτών και ερευνητών των σύγχρονων νεο-ναζί οργανώσεων. Είναι τόσο παθιασμένος με τις προσπάθειες να διεισδύσει στα οργανωτικά άδυτα των φασιστικών σχημάτων στην Ευρώπη ώστε παντρεύτηκε και μία πρώην νεο-ναζί, τη Sonia Hochfeld, ενώ κάποιο μεγαλοστέλεχος της οργάνωσης «Combat 18» τον αποκάλεσε όπως έγραψε η εφημερίδα Observ σε μια δίκη …«ο κολλητός μου» για να δείξει πόσο κοντά βρέθηκε ο ίδιος με τους μυστικούς πυρήνες της C18». Ο Gerry Gable θεωρεί ότι τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρος για τις διασυνδέσεις των ηγετών της «C18» και με τη «Χρυσή Αυγή».

Ο αρχηγός χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Charlie

«Η οργάνωση δημιουργήθηκε την δεκεατία του 1990 από εγκληματικά στοιχεία, γκάνγκστερς και χούλιγκανς του ποδοσφαίρου», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Gerry Gable και προσθέτει: «Μαζί με αυτούς ένας σοβαρός αριθμός από ναζιστικά Τάγματα Εφόδου (Street Fighters Nazi) συνεργάσθηκαν με το ισχυρό τότε Βρετανικό Εθνικό Κόμμα. Στη βάση ήταν υποστηρικτές Παραστρατιωτικών Προτεσταντών του Ulster που ζούσαν και στο Ulster και στην ηπειρωτική βρεταννική χώρα. Ποτέ δεν εκδώθηκαν κάρτες μέλους, δεν καταγράφηκαν επίσημα ως πολιτικό κόμμα ή ομάδα.Ποτέ δεν κατέβηκαν σε εκλογές».

«Ο αρχηγός τους» λέει ο Gerry Gable, «ήταν ο Paul David Sargent, ο οποίος χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Charlie μέσα στην οργάνωση της Combat 18. Τα δύο αδέρφια του, o Steve και ο William, ήταν γνωστοί για τη συμμετοχής του σε παράνομες κυνομαχίες (Dog fights). Ολόκληρη η οικογένεια είναι εγκληματίες». Και προσθέτει: «Ο Charlie είχε συλληφθεί για διακίνηση ναρκωτικών και λίγο πριν εμφανισθεί η Combat 18 συνελλήφθη εκ νέου στην Δανία για οπλοκατοχή και κατοχή ναρκωτικών ουσιών που επιχειρούσε να περάσει λαθραία από τα σύνορα…Ο άνθρωπος, ωστόσο, που έλεγχε πραγματικά τις δραστηριότητες των πυρήνων δεν ήταν ο Charlie και οι εγκληματίες γύρω από αυτόν, αλλά ένας ακροδεξιός ο οποίος είχε τη δική του επιχείρηση στο Essex και στο Hertfordshire. Κατά έναν μυστήριο τρόπο είχαν λάβει εντολή να δημιουργούν φασαρίες στις φιλικές προς τους Ιρλανδούς εξέδρες των γηπέδων και να καθιστούν στόχο τα άτομα που εμπλέκονταν σε αντι-ρατσιστικές δράσεις ή σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις».

Ο Gerry Gamble εξήγησε ότι το δίκτυο που διευθύνει το Searchlight πραγματοποίησε τρία προγράμματα με την World in Action.

«Το πρώτο ποια ήταν τα μέλη της C18 και ποιους στόχευαν. Το δεύτερο αφορούσε τις επιδράσεις των δράσεων τους στο αγγλικό και ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο».

Η οργάνωση, μάς λέει, «ήταν αναμεμιγμένη στην καρδιά της ναζιστικής διεθνούς μουσικής σκηνής από την οποία προμηθευόταν υπέρογκα χρηματικά ποσά. Σε μία συναυλία μάλιστα μια εσωτερική διαφορά οδήγησε έναν νεαρό ναζί με σοβαρές πεποιθήσεις βίας να επιτεθεί σε έναν ηλικιωμένο ο οποίος αρνήθηκε να πάρει ένα φυλλάδιο που μοίραζαν δημόσια. Ήταν ένας ψυχωτικός οδηγός βίας. Για να καταλάβετε τη βία τους, ο Cross τον μαχαίρωσε και ο Charlie, ενώ το θύμα ήταν ετοιμοθάνατο, τον χτυπούσε με μανία στο σώμα».

Αντλούσαν προστασία από αστυνομία;

O Gerry Cable πιστεύει ότι οι νεοναζί στη Μ. Βρετανία αντλούσαν από κάπου ένα είδος κρατικής προστασίας, καθώς φάνηκαν σε αυτή τη δολοφονία πολλές ενδείξεις.

«Ο Charlie και ο Cross μπήκαν φυλακή περίπου 16 χρόνια, ωστόσο ο βασικός συνεργός του Charlie, ο οποίος είχε μεταφέρει το πτώμα στο σπίτι του Charlie στο Essex, αφέθηκε ελεύθερος. Για να γίνει πιο κατανοητό άφησαν το αυτοκίνητο με το πτώμα σε ένα νοσοκομείο χωρίς να είναι παρόντες. Κάποιος το είδε και ειδοποίησε τα επέιγοντα. Και εκεί η αστυνομία, παρόλο που διαπιστώθηκε η δολοφονία και το αυτοκίνητο ενοχοποιούσε τον Charlie, προχώρησε σε σύλληψη του ανθρώπου που έκανε μια καλή πράξη και άφησε ελεύθερο τον Charlie, ενώ διαπιστώθηκε ότι κάποιοι της εθνικής ασφάλειας ήταν εμπλεκόμενοι στο συμβάν».

O Gerry Gable συνεχίζει την αφήγηση του για να ενισχύσει την άποψη του περι προστασίας:

«Ο δικηγόρος του ανθρώπου που συνελήφθη κατάφερε να βρεί αποδείξεις με αποτέλεσμα οι καταγγελλίες για τον πελάτη του να αποσυρθούν και να καταδικασθούν τελικά οι πραγματικοί δολοφόνοι, ο Charlie και ο Cross». «Μέσα στο ντοκιμαντέρ που κάναμε πήραμε συνέντευξη από πολύ υψηλά ιστάμενους της αστυνομίας, σήμερα συνταξιούχοι που επιβεβαiώνουν τις σχέσεις του κράτους με τον Charlie». Εδώ και μερικά χρόνια η δράση της C18 έχει φουντώσει σε πολλές χώρες και εμφανίζονται βίαιες δράσεις, όλες υπό την κοινή ταμπέλλα «Αίμα και Τιμή».

Ο Gerry Gable πιστεύει ότι οι διασυνδέσεις της C18 στην Ελλάδα είναι «η ίδια η Χρυσή Αυγή». «Είμαι βέβαιος ότι υπάρχει σύνδεση με την Χρυσή Αυγή στην Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.

Σχέσεις και με Αμερική

Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ για την C18, πολλοί αριστεροί ακτιβιστές έλαβαν απειλητικές τηλεφωνικές κλήσεις για πράξεις βίας ή δολοφονικούς εμπρησμούς. Είναι ενδιαφέρον ότι η καθοδήγηση προερχόταν αρχικά από το Raleigh της Βόρειας Καρολίνας με την επωνυμία Combat 18 και αναφορά σε έναν Αμερικανό νεοναζί τον Harold Covington, ο οποίος ταξίδεψε στην Αυστραλία, τη Νότια Αφρική, τη Ροδεσία (τώρα τη Ζιμπάμπουε), τον Καναδά, τις ΗΠΑ και φυσικά την Ευρώπη για τη δημιουργία νεοναζιστικών πυρήνων. Ο Covington εγκαταστάθηκε στην Αγγλία και παντρεύτηκε μια γυναίκα από την Ιρλανδία ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της δράσης της C18, που άρχισε να αναπτύσσει ιδιαίτερη δράση. Αυτός ο άνθρωπος ζούσε πάντα σε συνθήκες μυστικότητας και ποτέ δεν έγινε γνωστή μια μόνιμη διεύθυνσή του.

Σύμφωνα με δηλώσεις ενός από τους αστυνομικούς που εμφανίζεται στο πρώτο μέρος του ντοκιμαντέρ, «η οργάνωση C18 δεν υπήρξε αρχικά ως μαζικό κίνημα, όπως ο IRA ή η Χαμάς, αλλά είναι δομημένη σε μυστικούς πυρήνες. Προσέχουν πάντα να είναι σε ασφαλή ελεγχόμενα σημεία και τα ίχνη τους δεν οδηγούν ποτέ από τον έναν πυρήνα στον άλλον».

Στο ντοκιμαντέρ οι δύο δημοσιογράφοι παρουσιάζουν ακόμη και την ιστορία του Redwatch, το οποίο δημιουργήθηκε από την οργάνωση C18 και η ιστοσελίδα του εξακολουθεί να εδρεύει στη Φλόριντα, παρόλο που διευθύνεται από τον Kevin Watmough, πρόεδρο του νεοναζιστικού κόμματος BPP, (Βρεταννικό Κόμμα του Λαού). Ο ίδιος είναι, επίσης, πρώην C18 τρομοκράτης και καθοδηγεί το Redwatch στη χώρα του. Ωστόσο, δεν έχει κατηγορηθεί για παραβίαση του νόμου περί προστασίας δεδομένων. Αυτό μπορεί να είναι ένδειξη για κάποια κρατική κατασκοπεία πίσω από αυτό, καθώς το κράτος καθοδήγησε υπηρεσίες, όπως η Special Branche (Ειδικός Βραχίωνας) που περιφρονεί την Αριστερά και επίσης δίνει στους εθνικιστές μια κακή εικόνα.

Επιχείρηση «Mazoleti» ενάντια στον ευρωπαϊκό νεοναζιστικό πυρήνα  Οι αρχές ασφαλείας από αρκετές χώρες πραγματοποιούν μια κοινή επιχείρηση για να αντιμετωπίσουν τη συγκρότηση ενός πανευρωπαϊκού ακροδεξιού τρομοκρατικού δικτύου. Όπως γράφει η Φρανκφούρτερ Ρουντσάου. Ο ηγέτης του τρομοκρατικού ακροδεξιού πυρήνα, είναι ο 76χρονος αυστριακός Χανς Β., ο οποίος -όπως αναφέρουν ελβετικά και αυστριακά μέσα ενημέρωσης-κρατείται σε φυλακή της Βιέννης για περισσότερο από ένα χρόνο. Οι ειδικοί ήδη μιλάνε για μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις αντιμετώπισης της ακροδεξιάς τρομοκρατίας  που είχαν μέχρι σήμερα να ασχοληθούν οι αυστριακές αρχές. Ο  76χρονος Χανς Β., ζούσε στο Birsfelden της Ελβετίας. Εκεί συνελήφθη  τον Δεκέμβριο του 2016 και στη συνέχεια παραδόθηκε στην Αυστρία. Από την Ελβετία, σύμφωνα με τα έγγραφα που βρέθηκαν , ο Χανς Β. είχε κάνει «συγκεκριμένα βήματα» για την οικοδόμηση ενός «Ευρωπαϊκού Στρατού Απελευθέρωσης», μεταξύ του 2014 και του 2016. Λέγεται ότι συναντήθηκε με μαχητικούς νεοναζί από τη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη. Τα σχέδιά του περιελάμβαναν επίσης την οργάνωση παραστρατιωτικών στρατοπέδων εκπαίδευσης στην Ουγγαρία. Συγκεκριμένα, εξέφρασε μπροστά σε μέλη άκροδεξιων οργανώσεων σχέδια επίθεσης εναντίον Αυστριακών πολιτικών. Για το σκοπό αυτό, είχε ήδη συγκροτήσει  ισχυρές μονάδες “νεαρών συντρόφων” στο Βελς, τη Βιέννη, το Ίνσμπρουκ και την Καρινθία. Σύμφωνα με το ένταλμα σύλληψης, λέγεται ότι επιδίωξε την «εξάλειψη» της αυστριακής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, την εγκατάσταση μιας νέας κυβέρνησης Ράιχ και την επακόλουθη σύνδεση με ένα ευρύτερο γερμανικό Ράιχ. Εκτός από τον Χανς Β. έχουν συλληφθεί άλλα 7 άτομα.Στο αρχικό στάδιο, οι ακροδεξιοί τρομοκράτες από τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία και την Ελβετία βρίσκονταν σε συνεχή επαφή. Οι υπηρεσίες ασφαλείας κατέγραψαν τις τηλεφωνικές κλήσεις τους και  τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Στις 22 Δεκεμβρίου 2016, η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις όταν ο Χανς Β έκανε λόγο σε ηλεκτρονικά μηνύματα για βία κατά των συστημικών  πολιτικών.

Τα ευρήματα μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν στοιχεία  από διάφορες υπηρεσίες πληροφοριών. Από το 2013, υπηρεσίες ασφαλείας από έξι χώρες, καθώς και από το Ομοσπονδιακό Γραφείο της Κολωνίας είχαν προωθήσει μια κοινή επιχείρηση με το μυστικό όνομα “Mazoleti”. Κατά τη διαδικασία, είχαν βρει ενδείξεις που έδειχναν την απόπειρα διαμόρφωσης ενός νεοσύστατου ευρωπαϊκου ακροδεξιού τρομοκρατικού  δίκτυου.Αλλά ένα άλλο ίχνος του Χανς Β. οδήγησε τις αρχές σε έρευνες στη Γερμανία  για τη δράση του ακροδεξιού πυρήνα Ευρωπαϊκή Δράση (EA), του οποίου ο ηγέτης στην Ελβετία ήταν ο 76χρονος   Αυστριακός. Η EA ιδρύθηκε το 2010 από τον Bernhard Schaub στην Ελβετία, ο οποίος από τότε ζει στη Γερμανία και έχει καταδικαστεί αρκετές φορές για νεοναζιστικη δράση. Πολλές φορές οργάνωσε συναντήσεις στην Ελβετία με εκατοντάδες ακροδεξιούς εξτρεμιστές από τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ανατολική Ευρώπη.

Επίσης, και στη Γερμανία υπάρχει τμήμα της ΕΑ. Οι γαλάζιες σημαίες με ένα κίτρινο σταυρό -το έμβλημα της ακροδεξιάς οργάνωσης – εμφανίζονται  ξανά και ξανά σε παρελάσεις. Ένας εξέχων εκπρόσωπος εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Nazirock στη Θουριγγία το περασμένο φθινόπωρο ως ομιλητής. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2017, η αστυνομία είχε ερευνησει 14 διαμερίσματα μελών της EA στη Θουριγγία και τη Σαξονία. Στην επιδρομή, βρέθηκαν σχέδια επίθεσης και όπλα. Εν τω μεταξύ, 13 νεοναζί, οι οποίοι συμμετείχαν σε παραστρατιωτικές ασκήσεις στο δάσος της Θουριγγίας, ερευνώνται με την κατηγορία συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. Οι έρευνες δείχνουν τις σχέσεις που είχε η ομάδα με τον Χανς Β.

H Φαίη Καραβίτη μας ταξιδεύει στη Γερμανία, στο Γιάμελ, ένα μικρό χωριό στο Μεκλεμβούργο-Πομερανία, το οποίο έχει τα τελευταία χρόνια μετατραπεί σε «Ντίσνεϊλαντ» των Νεοναζί. Στην είσοδο του χωριού η υποδοχή γίνεται με ένα γκράφιτι που απεικονίζει μια οικογένεια-πρότυπο της άριας φυλής: Ξανθοί γονείς, ακόμη πιο ξανθά παιδιά, οικογένεια, πλατιά χαμόγελα. Από κάτω η επιγραφή «ελεύθερο, κοινωνικό, εθνικό». Πιο πέρα πινακίδες που δείχνουν προς την Βιέννη και προς την γενέτειρα του Χίτλερ, και κάθε τόσο γιορτές μνήμης και τιμής προς τον φύρερ. Κάθε χρόνο, για δύο μέρες, οι Νεοναζί του χωριού μετατρέπονται σε μειοψηφία, όταν μια οικογένεια κατοίκων που επιμένει να αντιστέκεται διοργανώνει αντιρατσιστικό μουσικό φεστιβάλ.

Η ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου στο Βερολίνο υπογραμμίζει ότι «εξάρθρωση της ακροδεξιάς οργάνωσης «Combat 18 Hellas» συνέπεσε με την επανεμφάνιση της γερμανικής «αδελφής» οργάνωσης, η οποία λειτουργεί ως ο ένοπλος βραχίονας της απαγορευμένης από το 2000 οργάνωσης «Αίμα και Τιμή».

Το νεοναζιστικό NDP

Το NDP ίσως είναι ό,τι πλησιέστερο στον ορισμό της έννοιας του Νεοναζισμού σήμερα στη Γερμανία. Αυτοπροσδιορίζεται ως «η μόνη σημαντική πατριωτική δύναμη της χώρας», θεωρεί μάρτυρα τον Ρούντολφ Χες, χαρακτήριζε τον Μπαράκ Ομπάμα απειλή για την «λευκή ταυτότητα» των ΗΠΑ, τάσσεται κατά της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης, ενώ υποστηρίζει τον παγγερμανισμό και τον ρεβιζιονισμό της ιστορίας της περιόδου 1930-1945 και φτάνει να απορρίπτει την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου ως «μη γερμανική», καθώς αγωνίζονται με αυτήν αρκετοί παίκτες με καταγωγή από άλλες χώρες.

Κατά καιρούς το κόμμα έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή του σε τοπικά κοινοβούλια, ωστόσο το εκλογικό μέτρο του 5% το έχει ως τώρα εμποδίσει να φτάσει μέχρι το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, ενώ αυτή την περίοδο δεν διαθέτει βουλευτές σε κανένα κρατίδιο, παρά μόνο έναν ευρωβουλευτή. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, αριθμεί 4.000 μέλη σε όλη την Γερμανία, με μέσο όρο ηλικίας τα 37 έτη.

Την ίδια ώρα αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των οργανωμένων ακροδεξιών οι οποίοι υιοθετούν ακόμη και τη βία ως μέσο επιβολής της ιδεολογίας τους. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες υπολογίζουν ότι πρόκειται για περίπου 30.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων χούλιγκαν, σκίνχεντς και εκπροσώπων της ακροδεξιάς μουσικής σκηνής, οι οποίοι δεν προκαλούν ανησυχία μόνο λόγω της αριθμητικής τους ενίσχυσης, αλλά κυρίως λόγω της όλο και πιο επιθετικής συμπεριφοράς τους.

Ακούγεται παράδοξο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τυχαίο ότι η ακροδεξιά ανθεί κυρίως στα πρώην ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας. Η επανένωση της χώρας δεν συνεπάγεται και την εξάλειψη των ανισοτήτων, με τα κρατίδια της πρώην ΛΔΓ να παραμένουν ο “φτωχός συγγενής” των δυτικών. Οι συνθήκες ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού ευνοούν την ανάπτυξη κυρίως ξενοφοβικών τάσεων και κάπως έτσι φτάσαμε η AfD να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στο κρατίδιο της Σαξονίας, με ποσοστό 27%, με την Δρέσδη να θεωρείται πλέον προπύργιο της ακροδεξιάς.

Το μικρό χωριό των Νεοναζί

Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με την περίπτωση του Γιάμελ, ενός μικρού χωριού στο Μεκλεμβούργο-Πομερανία, το οποίο έχει τα τελευταία χρόνια μετατραπεί σε “Ντίσνεϊλαντ” των Νεοναζί. Στην είσοδο του χωριού η υποδοχή γίνεται από ένα γκράφιτι που απεικονίζει μια οικογένεια-πρότυπο της άριας φυλής: Ξανθοί γονείς, ακόμη πιο ξανθά παιδιά, οικογένεια, πλατιά χαμόγελα. Από κάτω η επιγραφή: “ελεύθερο, κοινωνικό, εθνικό”. Πιο πέρα πινακίδες που δείχνουν προς την Βιέννη και προς την γενέτειρα του Χίτλερ και κάθε τόσο γιορτές μνήμης και τιμής προς τον φύρερ. Κάθε χρόνο, για δύο μέρες, οι Νεοναζί του χωριού μετατρέπονται σε μειοψηφία, όταν μια οικογένεια κατοίκων που επιμένει να αντιστέκεται διοργανώνει αντιρατσιστικό μουσικό φεστιβάλ.

Η επανεμφάνιση της Combat 18

Η εξάρθρωση της ακροδεξιάς οργάνωσης “Combat 18 Hellas” συνέπεσε με την επανεμφάνιση της γερμανικής “αδελφής” οργάνωσης, η οποία λειτουργεί ως ο ένοπλος βραχίονας της απαγορευμένης από το 2000 οργάνωσης “Αίμα και Τιμή”. Σύμφωνα με πρόσφατη απάντηση του υπουργείου Εσωτερικών της Έσσης σε ερώτηση βουλευτή των Φιλελευθέρων (FDP), πριν από λίγους μήνες εντοπίστηκαν 12 γερμανοί Νεοναζί οι οποίοι είχαν μεταβεί στην Τσεχία προκειμένου να εκπαιδευτούν στην χρήση πυροβόλων όπλων. Οι Νεοναζί ανήκαν στην “Combat 18”, η οποία, όπως και πολλές άλλες ομάδες εξτρεμιστών, παρακολουθείται πολύ στενά από τις γερμανικές υπηρεσίες.

Στο Παρίσι η Ολυμπία Τσίπηρα μίλησε με τον πολιτολόγο ειδικό για την ακροδεξιά Ζαν-Υβ Καμί (Camus) και μεταδίδει ότι «η Γαλλία μοιάζει να περνάει μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, κατά την τελευταία δεκαετία». Οι πιο «ενεργές» ομάδες του παρελθόντος, ή έχουν διαλυθεί ύστερα από κρατική παρέμβαση ή βρίσκονται σε φάση σχετικής αδράνειας. Υπάρχουν και αυτές που βρίσκονται σε μεταβατική φάση, με αλλαγή ονομασίας και συνθημάτων όπου στο στόχαστρό τους πήραν ιδιαίτερη θέση οι μετανάστες.

Η ομάδα «Combat 18 Blood & honour» (Αίμα και τιμή) που είναι της ίδιας ιδεολογίας με την «Combat 18 Hellas», έκανε μια προσπάθεια εγκατάστασής της στη Γαλλία στις αρχές του 2000, στην περιοχή της πόλης Morteau κοντά στα ελβετικά σύνορα. Στον ιστότοπό τους είχαν ανεβάσει φωτογραφίες με καγκούλες ρόπαλα και όπλα και αυτοχαρακτηρίζονταν ως «τρομοκρατική οργάνωση έτοιμη για όλα, προκειμένου να επιβάλει τα εθνικά της ιδανικά». Η δημόσια αυτή αναγνώρισή της ως «τρομοκρατικής οργάνωσης» ήταν αρκετή για την τότε κυβέρνηση (Σαρκοζί) και την τοπική αστυνομία, για να προχωρήσει σε συλλήψεις. Στις 20 Μαΐου του 2014, σαράντα χωροφύλακες έκαναν έφοδο και συνέλαβαν 5 μέλη που τελικά δικάστηκαν σε φυλακή από 3 μήνες έως 2 χρόνια. Η ομάδα δεν επανασυστάθηκε.

Οι συλλήψεις έγιναν με βάση τον νόμο της 10ης Ιανουρίου του 1936, «που έχει αποδειχθεί εξαιρετικός» εξηγεί ο πολιτολόγος ειδικός για την ακροδεξιά Ζαν-Υβ Καμύ (Camus). Ψηφίστηκε το 1936, με στόχο την καταπολέμηση, την εποχή εκείνη, της διάδοσης των φασιστικών ομάδων. Σύμφωνα με τον νόμο «με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας στο υπουργικό συμβούλιο» η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει άμεσα στη διάλυση τέτοιων ομάδων, «που με τη στρατιωτική τους μορφή και οργάνωση έχουν το χαρακτήρα ομάδας μάχης ή ιδιωτικής πολιτοφυλακής».

Στον νόμο του 1936 βασίστηκε το 2005 ο τότε πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν (κυβέρνηση Σιράκ) για να προχωρήσει, για πρώτη φορά, στη διάλυση της νεοναζί ομάδας στην Αλσατία, ονόματι «Elsass Korps », η οποία και δεν επανασυστάθηκε.

Το 2013, ο τότε υπουργός Εσωτερικών Μανουέλ Βαλς (κυβέρνηση Ολάντ) προχώρησε στη διάλυση ορισμένων φασιστικών μικρο-ομάδων ανάμεσά τους η τότε γνωστή «Troisieme voie» (Τρίτος δρόμος). Το 2013 η Γαλλία είχε συγκλονισθεί από τον μέχρι θανάτου ξυλοδαρμό του 18χρονου ακτιβιστή, αντιφασίστα φοιτητή Κλεμάν Μερίκ στο Παρίσι, από ομάδα ακροδεξιών, έξω από μια έκθεση.

Σύμφωνα με τον Ζαν Ιβ Καμύ, αυτήν την εποχή στη Γαλλία, υπάρχουν δύο ομάδες που διατηρούν επαφή με την “Χρυσή Αυγή” και επισκέπτονται συχνά την Ελλάδα και την Κύπρο. Η μία ομάδα είναι το «Bastion social» (Κοινωνικός Προμαχώνας) που είναι η μετεξέλιξη του GUD /Groupe Union Defense (Ομάδα Ένωση Άμυνα) που δημιουργήθηκε το 1968 από τους φοιτητές νομικής στο Πανεπιστήμιο «Αssas» και είχε ιδιαίτερα δραστηριοποιηθεί τη δεκαετία του 70. Με την ονομασία Bastion social που πήρε το 2017 προσπαθεί να εγκατασταθεί σε διάφορες γαλλικές πόλεις όπως στη Λυών ή το Στρασβούργο όπου το περασμένο Σαββατοκύριακο (3-4 Μαρτίου) υπήρξαν διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες από «αντιφασιστικές» οργανώσεις κατά της εγκατάστασης τους σε κτίριο εντός της πόλης. Η δεύτερη ομάδα σε επαφή με τη Χρυσή Αυγή είναι το P.N.F «Parti nationaliste francais» (Γαλλικό εθνικιστικό κόμμα), που δημιουργήθηκε το 1983 από άτομα που ήλθαν σε ρήξη και αποχώρησαν από το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν. Τα σύμβολά τους έχουν ως αναφορά το «Εθνικό φασιστικό κόμμα» του Μουσολίνι.

Πέρα από την Αλσατία και τη Λοραίνη, η αγροτική Πικαρδία (βόρεια της πρωτεύουσας), είδε τη γέννηση στην περιοχή της μιας ιδιαίτερα σκληρής νεοναζί οργάνωσης ονόματι «White wolves klan» (Λευκών λύκων γενιά). Η ομάδα είχε ιδιαίτερα βίαιη δράση στην περιοχή, από τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Δεκαοχτώ μέλη της, όμως, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν τον Μάρτιο του 2017 για 37 παραβάσεις, από κλοπή έως ένοπλη επίθεση. Σήμερα το WWK θεωρείται ότι έχει πέσει σε αδράνεια.

Στο ερώτημα κατά πόσο η άμεση διάλυση μιας φασιστικής ή νεοναζί οργάνωσης είναι η μόνη λύση αντιμετώπισης, ο Ζ.Υ Καμύ σημείωσε: «Αυτό που έχουμε παρατηρήσει είναι ότι συχνά μετά τη διάλυση μιας ομάδας, αναδημιουργείται με διαφορετικό όνομα και σχεδόν τους ίδιους αρχηγούς. Η διάλυση είναι ίσως μια λύση που όμως δεν λύνει τα πάντα. Υπάρχει σήμερα ένας προβληματισμός επ? αυτού: τι είναι πιο αποτελεσματικό; Η άμεση εξάρθρωση μιας τέτοιας ομάδας ή η στενή παρακολούθηση της δράσης των μελών της από την αστυνομία; Μήπως είναι καλύτερα το να αφήνουμε την εν λόγω ομάδα να δραστηριοποιείται δημόσια, από τον να την υποχρεώσουμε να περάσει στην παρανομία; Είναι ένας προβληματισμός που θέτει ένα πραγματικό ερώτημα», κατέληξε ο πολιτολόγος.

Από τη Ρώμη ο ανταποκριτής Θοδωρής Ανδρεάδης-Συγγελάκης επισημαίνει ότι «υπάρχει γενικότερα ένα νέο ανησυχητικό φαινόμενο που παρατηρείται στην ιταλική κοινωνία: μια μεγαλύτερη ανοχή, αν όχι θετική στάση, σε ό,τι αφορά την ιστορική, τραγική εμπειρία του φασισμού. Ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια το να δηλώσει κανείς δημοσίως ότι επικροτεί τις πράξεις και την πορεία του φασιστικού καθεστώτος ήταν κάτι αρκετά σπάνιο, την τελευταία περίοδο παρατηρείται μια επικίνδυνη αλλαγή. Έχει έρθει στην επιφάνεια, από ένα μέρος των πολιτών, μια ανοχή και επιείκεια προς τα φασιστικά πιστεύω, αλλά και τον δικτάτορα Μπενίτο Μουσσολίνι. Η χαρακτηριστική φράση, «το μεγάλο του λάθος είναι ότι συμμάχησε με τον Χίλτερ», ξαναγίνεται δυστυχώς επίκαιρη.

Τυπικά, η άκρα δεξιά, αλλά και νεοφασίστες εξτρεμιστές υποστηρίζουν ότι η αντιπαράθεση φασιστών-αντιφασιστών ανήκει πλέον στο παρελθόν και ότι έχουμε περάσει σε άλλη ιστορική φάση. Αλλά, εκ των πραγμάτων, οι ιδέες και οι πρακτικές της Φόρτσα Νουόβα και της Κάζα Πάουντ αποτελούν συνέχεια της μαύρης αυτής περιόδου της ιταλικής ιστορίας.

Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, βέβαια, ο περιορισμός της νεοφασιστικής απειλής, οφείλεται και στην ιδιαιτερότητα της αναμέτρησης αυτής: ότι, δηλαδή, η Λέγκα του Βορρά, με τα ξενοφοβικά της μηνύματα, απορρόφησε πολλούς ακραίους ψηφοφόρους, ενώ το ίδιο συνέβη με το ακροδεξιό κόμμα Αδέλφια της Συμμαχίας, που είναι, επίσης, σύμμαχος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Παρά ταύτα, υπάρχει σειρά ουσιαστικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, πριν από τέσσερις μήνες, σε τοπικό επίπεδο η Κάζα Πάουντ, είχε καταφέρει να λάβει ποσοστό 9% στις διαμερισματικές εκλογές της παραθαλάσσιας περιοχής Όστια. Μετρά πάνω από διακόσιες χιλιάδες κατοίκους και βρίσκεται σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από το κέντρο της Ρώμης. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες για σχέσεις αλληλοϋποστήριξης με το οργανωμένο έγκλημα, αλλά πρέπει να διαπιστωθεί και μια ικανότητα διείσδυσης στη συγκεκριμένη, υποβαθμισμένη περιοχή, η οποία παραμένει ξεχασμένη από τα περισσότερα κόμματα. Στις βουλευτικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας, στην Όστια πάντα, οι νεοφασίστες ξεπέρασαν τον εθνικό τους μέσο όρο και συγκέντρωσαν το 2% των ψήφων.

Υπάρχει γενικότερα ένα νέο ανησυχητικό φαινόμενο που παρατηρείται στην ιταλική κοινωνία: μια μεγαλύτερη ανοχή, αν όχι θετική στάση, σε ό,τι αφορά την ιστορική, τραγική εμπειρία του φασισμού. Ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια το να δηλώσει κανείς δημοσίως ότι επικροτεί τις πράξεις και την πορεία του φασιστικού καθεστώτος ήταν κάτι αρκετά σπάνιο, την τελευταία περίοδο παρατηρείται μια επικίνδυνη αλλαγή. Έχει έρθει στην επιφάνεια, από ένα μέρος των πολιτών, μια ανοχή και επιείκεια προς τα φασιστικά πιστεύω, αλλά και τον δικτάτορα Μπενίτο Μουσσολίνι. Η χαρακτηριστική φράση, «το μεγάλο του λάθος είναι ότι συμμάχησε με τον Χίλτερ», ξαναγίνεται δυστυχώς επίκαιρη.

Τυπικά, η άκρα δεξιά, αλλά και νεοφασίστες εξτρεμιστές υποστηρίζουν ότι η αντιπαράθεση φασιστών-αντιφασιστών ανήκει πλέον στο παρελθόν και ότι έχουμε περάσει σε άλλη ιστορική φάση. Αλλά, εκ των πραγμάτων, οι ιδέες και οι πρακτικές της Φόρτσα Νουόβα και της Κάζα Πάουντ αποτελούν συνέχεια της μαύρης αυτής περιόδου της ιταλικής ιστορίας.

Και το όλο αυτό φαινόμενο συνδέεται και με μια αδράνεια σε επίπεδο εφαρμογής του νόμου. Βάσει της ιταλικής νομοθεσίας, απαγορεύεται η σύσταση πολιτικών δυνάμεων που έχουν ως σημείο αναφοράς την φασιστική ιδεολογία. Στην ουσία, όμως, οι αρμόδιες αρχές δεν δραστηριοποιούνται για να εφαρμόσουν τις διατάξεις αυτές. Και ο επικεφαλής της Φόρτσα Νουόβα, ο Ρομπέρτο Φιόρε, έφτασε να δηλώσει ότι «κανείς δεν πρέπει να τολμήσει να διαλύσει το κόμμα του».

Οι μόνες πολιτικές δυνάμεις, που πριν τις εκλογές επέμειναν στη σημασία της αντιφασιστικής στράτευσης, ήταν το κεντροαριστερό «Δημοκρατικό Κόμμα» και η αριστερά του «Ελεύθεροι και Ίσοι». Με πορείες, κινητοποιήσεις και δηλώσεις των στελεχών τους. Ιδίως μετά τον τραυματισμό έξι Αφρικανών μεταναστών από ακροδεξιό Ιταλό στην πόλη της Ματσεράτα. Δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί, όμως, ότι στις κάλπες η στάση αυτή δεν έτυχε ιδιαίτερης στήριξης.

Προς το παρόν, οι νεοφασιστικές οργανώσεις συμπιέζονται από τη δύναμη και τις συχνά ακραίες θέσεις της Λέγκα και των Αδελφών της Ιταλίας. Αλλά είναι σαφές ότι σε μεγάλο μέρος της ιταλικής κοινωνίας παρατηρείται μια στροφή προς τη βαθιά δεξιά και την άκρα δεξιά, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, σε ένα επόμενο στάδιο, πού θα μπορούσε να οδηγήσει. Ιδίως, μέχρις ότου η Ιταλία δεν καταφέρει να αποκτήσει μια ισχυρή φιλελεύθερη ακροδεξιά παράταξη και μεγάλο μέρος του παραγωγικού της ιστού συνεχίσει να στηρίζει δυνάμεις, οι οποίες εκφράζουν ρατσιστικές και μισαλλόδοξες διαθέσεις.

Τέλος από τη Βιέννη ο Δημήτρης Δημητρακούδης υπογραμμίζει: Μετά το “σοκ” που είχε προκληθεί για τις άγριες δολοφονίες τουλάχιστον δέκα ξένων στη Γερμανία, από μέλη νεοναζιστικής οργάνωσης, στα τέλη του 2011, έντονη ήταν η συζήτηση στην Αυστρία, ως προς την ύπαρξη εύφορου εδάφους για τέτοιες ομάδες και ως προς τις διασυνδέσεις προς εκείνες στη γειτονική χώρα.

Σύμφωνα με τον αρμόδιο για θέματα ακροδεξιάς στο “Αρχείο Τεκμηρίωσης της Αυστριακής Αντίστασης”, Χέριμπερτ Σίντελ, το έδαφος στην Αυστρία για την ανάπτυξη τέτοιων πυρήνων είναι εύφορο, όπως υπαρκτή από αυτούς είναι και η πρόθεση χρήσης βίας, ενώ δεδομένες είναι και οι άριστες επαφές τους με τους Γερμανούς ομοϊδεάτες.

Ο ίδιος φέρει την αυστριακή νεοναζιστική σκηνή να διατηρεί καλές επαφές στα γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια στα ανατολικά της χώρας, από όπου προέρχονταν οι συγκεκριμένοι νεοναζιστές δράστες των δολοφονιών, ενώ δεν είναι τυχαίο πως, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, Αυστριακοί νεοναζιστές είχαν αναλάβει το έργο της πολιτικής “ανασυγκρότησης” στην περιοχή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Σήμερα ο νεοναζιστικός χώρος στην Αυστρία δεν φαίνεται να είναι οργανωμένος, αλλά να πρόκειται μόνον για μικρές ομάδες μερικών προσώπων, ή ακόμη και για μεμονωμένα πρόσωπα, με τη δραστηριότητά τους, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, να αναπτύσσεται σε τοπικό επίπεδο και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και να έχουν περιοριστεί, για παράδειγμα, οι βεβηλώσεις εβραϊκών νεκροταφείων, οι επιθέσεις σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή σε μουσουλμανικά τεμένη.

Μετά τη συντριβή του γερμανοναζιστικού Τρίτου Ράιχ και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Αυστρία αντιμετωπίστηκε ως “η πρώτη ελεύθερη χώρα που είχε πέσει θύμα της τυπικής επιθετικής πολιτικής του Χίτλερ”, όπως αναφερόταν σχετικά, ήδη στην αποκαλούμενη “Διακήρυξη της Μόσχας” της 1ης Νοεμβρίου του 1943.

Στην “Διακήρυξη” είχαν καταλήξει δύο ημέρες νωρίτερα στη σοβιετική πρωτεύουσα οι υπουργοί Εξωτερικών των τριών Συμμάχων, ο Αμερικανός Χαλ, ο Σοβιετικός Μολότοφ και ο Βρετανός Ίντεν και σε αυτή γινόταν λόγος για την “Αυστρία που είχε καταληφθεί από τη Γερμανία στις 12 Μαρτίου 1938”, με την προσάρτηση της στο Τρίτο Ράιχ. Την επανασύσταση όμως της Αυστρίας, οι τρεις Σύμμαχοι συνόδευαν με μια σημαντική υπόμνηση, στην οποία τονιζόταν πως η Αυστρία δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ευθύνη που έφερε για τη συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας του Χίτλερ και πως θα ήταν αναπόφευκτο στον τελικό απολογισμό (μετά τη λήξη του πολέμου) να ληφθεί υπόψη το κατά πόσο η ίδια (η Αυστρία) συνέβαλε στην απελευθέρωσή της.

Στο πλαίσιο αυτό, μετά την απελευθέρωση του 1945, οι Σύμμαχοι δεν απάλλαξαν τη χώρα από την λήψη μέτρων “αποναζιστικοποίησης” της, στο πλαίσιο της οποίας αποκαλύφθηκε τότε πως 537.632 άτομα είχαν υπάρξει είτε μέλη του χιτλερικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP, είτε των διαβόητων ταγμάτων εφόδου “SS”, είτε άλλων οργανώσεων του γερμανοναζιστικού καθεστώτος.

Η επίσημη μεταπολεμική Αυστρία φαίνεται να κράτησε από τη Διακήρυξη της Μόσχας μόνον το ένα της σημείο, εκείνο δηλαδή του “πρώτου θύματος του Χίτλερ”, αγνοώντας ηθελημένα την υπόμνηση στη Διακήρυξη για την ευθύνη από τη συμμετοχή στα ναζιστικά εγκλήματα. Πολλές μεταπολεμικές ηγεσίες στη Βιέννη εκμεταλλεύθηκαν επιλεκτικά τη Διακήρυξη της Μόσχας για να στηρίξουν το αποκαλούμενο “δόγμα του θύματος”. Στη στάση αυτή ανάγεται και το γεγονός πως μέχρι πρόσφατα, και ίσως μέχρι σήμερα, η Αυστρία δεν έχει επεξεργασθεί και δεν έχει ξεκαθαρίσει με το παρελθόν της, με ακριβώς αυτή τη μελανή εποχή της ιστορίας της. Μόνον στα μέσα της δεκαετίας του 1980, και συγκεκριμένα το 1986 με τις αποκαλύψεις για το ναζιστικό παρελθόν του νεοεκλεγέντα τότε στην αυστριακή Προεδρία του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ, η ιστορία φάνηκε να ξεπερνά τους Αυστριακούς και να τους θέτει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα.

Συγκεκριμένα, ετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο πλαίσιο της “αποναζιστικοποίησης” που επέβαλαν οι Σύμμαχοι, και στη βάση του αποκαλούμενου “Νόμου Απαγόρευσης”, τα Λαϊκά Δικαστήρια είχαν εκδώσει μέχρι το 1955 συνολικά 23.477 αποφάσεις από τις οποίες οι 13.607 ήταν καταδικαστικές, αλλά, παρά τις προσπάθειες των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων δεν κατορθώθηκε να υπάρξει μία ιδεολογική διαχείριση του ναζισμού και του ρόλου της Αυστρίας ανάμεσα στο 1938 και το 1945.

Ο “Νόμος Απαγόρευσης”, είχε ψηφιστεί αμέσως μετά τη λήξη του Πολέμου, στις 8 Μαΐου του 1945, από την πρώτη αυστριακή κυβέρνηση, και με αυτόν απαγορευόταν το ναζιστικό κόμμα και ρυθμιζόταν νομικά η αποναζιστικοποίηση της Αυστρίας. Με βάση αυτό το νόμο είχαν διαλυθεί επίσημα και είχαν απαγορευτεί μετά τον πόλεμο όλες οι ναζιστικές ή “συγγενείς” οργανώσεις και είχαν κατασχεθεί υπέρ του αυστριακού κράτους οι περιουσίες τους, ενώ απαγορεύεται μια «επανίδρυση ή επαναδραστηριοποίηση για εθνικοσοσιαλιστικούς σκοπούς».

Ο νόμος, που είναι ενσωματωμένος στο αυστριακό Σύνταγμα και είχε τροποποιηθεί το 1947 και τελευταία το 1992, προβλέπει την επιβολή αυστηρών ποινών για οποιαδήποτε δράση σχετιζόμενη με τον εθνικοσοσιαλισμό (σ.σ. από … “απλή” συνθηματολογία, σύμβολα και εμβλήματα) και εφαρμόζεται έως σήμερα, αμείλικτα σχεδόν πάντα, από τα αυστριακά δικαστήρια σε τέτοιες περιπτώσεις.

Η ίδρυση και η έως σήμερα πορεία του Κόμματος των Ελευθέρων

Ιδεολογικό και κομματικό “καταφύγιο” οι “πρώην” καθαυτό ναζιστές και οι συμπαθούντες του ναζισμού στην Αυστρία φέρεται να βρήκαν αρχικά, λίγα χρόνια μετά τη συντριβή του Τρίτου Ράιχ, στο “Σύνδεσμο των Ανεξάρτητων”, που είχε ιδρυθεί τον Φεβρουάριο του 1949 και αποτελούσε, σύμφωνα με τους ιστορικούς, ένα καθαρά φασιστικό βήμα, προκαλώντας επανειλημμένα την συνταγματική τάξη της χώρας.

Ακολούθησε η ίδρυση του -συγκυβερνώντος πάλι και σήμερα στην Αυστρία- ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων, το οποίο προέκυψε από τη συνένωση του “Συνδέσμου των Ανεξάρτητων” και του “Κόμματος της Ελευθερίας”.

Η ίδρυση του Κόμματος των Ελευθέρων συντελέστηκε στις 7 Απριλίου του 1956, και κατά το ιδρυτικό συνέδριο του εξελέγη ως πρώτος πρόεδρός του ο Άντον Ράινταλερ, ο οποίος είχε διατελέσει στη διάρκεια της γερμανοναζιστικής κατοχής βοηθός υφυπουργός του ναζιστικού καθεστώτος. Δύο χρόνια αργότερα τον είχε διαδεχθεί ο Φρίντριχ Πέτερ, που είχε υπηρετήσει στα εγκληματικά τάγματα εφόδου των “SS” και ο οποίος, με 20 χρόνια στην αρχηγία των Ελευθέρων, υπήρξε ο μακροβιότερος αρχηγός στην 62χρονη ιστορία του κόμματος, ακολουθούμενος από τον Γεργκ Χάιντερ που ήταν επί 14 χρόνια αρχηγός. Ήδη 13 χρόνια στην κορυφή της ηγεσίας των Ελευθέρων συμπληρώνει εφέτος ο σημερινός επικεφαλής τους, ο Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, ο οποίος είναι αντικαγκελάριος στην νέα κυβέρνηση συνασπισμού με το Λαϊκό Κόμμα του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς.

Η εκλογική δύναμη των Ελευθέρων ανερχόταν κατά την ίδρυση τους στο 6,5%, παρουσιάζοντας καθοδική τάση, για να περιοριστεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στο χαμηλότερο έως τώρα ποσοστό, στο 5%, και να γνωρίσει κατόπιν, με την ανάληψη της αρχηγίας από τον Γεργκ Χάιντερ, το Σεπτέμβριο του 1986, πρωτοφανή άνοδο με κορύφωση το 26,9% στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1999.

Ως δεύτερο σε δύναμη, το Κόμμα των Ελευθέρων σχημάτισε τον Φεβρουάριο του 2000 κυβέρνηση συνασπισμού με το τρίτο κόμμα, το συντηρητικό Λαϊκό, του οποίου ο αρχηγός, ο Βόλφγκανγκ Σιούσελ, ανέλαβε, ελέω Χάιντερ, ομοσπονδιακός καγκελάριος της πλέον αμφιλεγόμενης μεταπολεμικής κυβέρνησης στην Αυστρία, που επέσυρε αρχικά, τις κυρώσεις εναντίον της από τις κυβερνήσεις όλων των άλλων χωρών της ΕΕ, αλλά κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το Δεκέμβριο του 2006.

Τον Απρίλιο του 2005 ο Γεργκ Χάιντερ διέσπασε το Κόμμα των Ελευθέρων, ιδρύοντας την Συμμαχία Μέλλον της Αυστρίας, η οποία ουσιαστικά διαλύθηκε μετά το θάνατό του τον Οκτώβριο του 2008 (σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που προκάλεσε ο ίδιος οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα και υπό την επήρεια αλκοόλ), ενώ το σχετικά συρρικνωμένο, τότε, Κόμμα των Ελευθέρων ανέλαβε ο σημερινός αρχηγός του, Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε.

Έπειτα από “προσωρινή” πτώση του στο 10% στις εκλογές του 2006, το ποσοστό των Ελευθέρων στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2008 βρέθηκε στο 17,5%, για να ανέλθει σε ένα 20,5 % στις επόμενες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2013 και με ένα 26% να αγγίξει, στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην Αυστρία στις 15 του περασμένου Οκτωβρίου, το πρωτοφανές παλιό ποσοστό-ρεκόρ του Χάιντερ και να συγκυβερνά πλέον εκ νέου στην Αυστρία, από τις 18 Δεκεμβρίου 2018 με το Λαϊκό Κόμμα του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς.

Έντονες είναι οι αμφιβολίες που διατυπώνονται από διάφορες πλευρές, ως προς την αξιοπιστία της πρόθεσης του Κόμματος των Ελευθέρων να αναθέσει σε Επιτροπή Ιστορικών την εξέταση της ιστορίας του, για να απαλλαγεί ενδεχομένως από το ακροδεξιό στίγμα και τις μαύρες (φαιές) κηλίδες του παρελθόντος του. Και μόνον η ανακοίνωση από την διοικούσα επιτροπή του κόμματος, του ονόματος του επικεφαλής της Επιτροπής Ιστορικών, όπως επίσης της σύνθεσης της αποκαλούμενης συντονιστικής ομάδας της, αλλά και της άρνησης να συμπεριληφθούν στην έρευνα οι εξαιρετικά αμφιλεγόμενες ακροδεξιές παγγερμανιστικές αδελφότητες, επιβεβαιώνουν αυτές τις αμφιβολίες. Η εξαίρεση για τις οργανώσεις αυτές, που φέρεται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος όσο ποτέ στο παρελθόν, ενώ πολλά μέλη τους είναι σήμερα βουλευτές των Ελευθέρων, αρκούν, σύμφωνα με τους αναλυτές στη Βιέννη, για να εκφραστούν έντονες επιφυλάξεις ως προς την αξιοπιστία της Επιτροπής Ιστορικών, που τελικά μάλλον θα αποτελεί ένα πρόσχημα και μόνον.

Η παρουσία και ο ρόλος των νεοναζιστών τα τελευταία χρόνια

Μετά το “σοκ” που είχε προκληθεί για τις άγριες δολοφονίες τουλάχιστον δέκα ξένων στη Γερμανία, από μέλη νεοναζιστικής οργάνωσης, στα τέλη του 2011, έντονη ήταν η συζήτηση στην Αυστρία, ως προς την ύπαρξη εύφορου εδάφους για τέτοιες ομάδες και ως προς τις διασυνδέσεις προς εκείνες στη γειτονική χώρα.

Σύμφωνα με τον αρμόδιο για θέματα ακροδεξιάς στο “Αρχείο Τεκμηρίωσης της Αυστριακής Αντίστασης”, Χέριμπερτ Σίντελ, το έδαφος στην Αυστρία για την ανάπτυξη τέτοιων πυρήνων είναι εύφορο, όπως υπαρκτή είναι και η πρόθεση χρήσης βίας από αυτούς, ενώ δεδομένες είναι και οι άριστες επαφές τους με τους Γερμανούς ομοϊδεάτες.

Ο ίδιος φέρει την αυστριακή νεοναζιστική σκηνή να διατηρεί καλές επαφές στα γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια στα ανατολικά της χώρας, από όπου προέρχονταν οι συγκεκριμένοι νεοναζιστές δράστες των δολοφονιών, ενώ δεν είναι τυχαίο πως, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, Αυστριακοί νεοναζιστές είχαν αναλάβει το έργο της πολιτικής “ανασυγκρότησης” στην περιοχή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Σήμερα ο νεοναζιστικός χώρος στην Αυστρία δεν φαίνεται να είναι οργανωμένος, αλλά να πρόκειται μόνον για μικρές ομάδες μερικών προσώπων, ή ακόμη και για μεμονωμένα πρόσωπα, με τη δραστηριότητά τους, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, να αναπτύσσεται σε τοπικό επίπεδο και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ έχουν περιοριστεί, για παράδειγμα, οι βεβηλώσεις εβραϊκών νεκροταφείων, οι επιθέσεις σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή σε μουσουλμανικά τεμένη.

Σύμφωνα με τον Βίλχελμ Λάζεκ, του “Αρχείου Τεκμηρίωσης της Αυστριακής Αντίστασης”, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των “ενεργών” νεοναζιστών, που βέβαια είναι μικρότερος από τη γειτονική Γερμανία, ωστόσο μία από τις αποστολές του Αρχείου είναι η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του ακροδεξιού-νεοναζιστικού χώρου, η καταγραφή, η ανάλυσή τους και η κατάθεση προτάσεων για την αντιμετώπιση και πρόληψή τους.

Όπως αναφέρουν τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα το αυστριακό υπουργείο Δικαιοσύνης, σημαντική αύξηση παρουσίασε πέρυσι ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων στην Αυστρία για αδικήματα ναζιστικής δραστηριοποίησης και υποδαύλισης μίσους. Συγκεκριμένα, μέσα στο 2017, σε 214 δίκες για παραβιάσεις του μεταπολεμικού “Νόμου Απαγόρευσης”, για ναζιστική δραστηριοποίηση, εκδόθηκαν 119 καταδικαστικές αποφάσεις, έναντι των 213 δικών που είχαν διεξαχθεί το 2016 με 85 καταδικαστικές αποφάσεις, ενώ το 2015 υπήρξαν 79 καταδίκες σε 167 δίκες.

Αρκετά πιο σαφής είναι η αύξηση του αριθμού των αδικημάτων υποδαύλισης μίσους, για τα οποία ο αριθμός σε καταδίκες υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με το 2016, ενώ, σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης, αύξηση κατά 90% παρουσίασαν οι καταδίκες για παραβίαση της παραγράφου 283 του ποινικού κώδικα που αφορά την υποδαύλιση μίσους από χρήστες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα στοιχεία αναφέρουν πως μέσα στο 2015 υπήρξαν “μόνον” 49 καταδίκες στη βάση αυτής της παραγράφου, το 2016 ο αριθμός αυξήθηκε σε 52, για να φθάσει το 2017 σε 107, ενώ οι μηνύσεις που υποβλήθηκαν στη διάρκεια αυτών των τριών χρόνων ήταν αντίστοιχα, 516 το 2015, 677 το 2016 και 827 πέρυσι.

Ο Κρίστιαν Πίλνατσεκ, διευθυντικό στέλεχος του υπουργείου Δικαιοσύνης, ανάγει την αύξηση του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων τα προηγούμενα χρόνια, στο γεγονός της “σκλήρυνσης” των ποινών για παραβιάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στο πλαίσιο αυτό, από το 2016 προβλέπεται πλέον ποινή φυλάκισης έως δύο έτη στην περίπτωση που, μέσω σχετικής ανάρτησης, υποκινούνται σε χρήση βίας ή σε εκδήλωση μίσους μέχρι και 30 άτομα, ενώ προηγουμένως γινόταν λόγος για 150 άτομα. Η διάδοση εναντίον μίας ομάδας, υποτιμητικών εκφράσεων που προσβάλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, απέναντι, για παράδειγμα, σε 150 αποδέκτες, μέσω Facebook, Twitter, ή άλλου μέσου κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να επισύρει καταδίκη σε φυλάκιση τριών ετών.

Ως “ευχάριστο” χαρακτηρίζεται το γεγονός της «υψηλής ευαισθητοποίησης του κοινού απέναντι στις ακροδεξιές δραστηριότητες», όπως αυτή καταγράφεται στη βάση των αδικημάτων που καταγγέλλονται, ωστόσο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο αριθμός των αδικημάτων αυξάνεται και για το λόγο ότι «ακροδεξιοί τόνοι δεν εμφανίζονται μόνον στο περιθώριο, αλλά μετατοπίζονται και στο μέσον της κοινωνίας».

Ένα μεγάλο μέρος των αδικημάτων διαπράττονται στο διαδίκτυο, ενώ και ο αυξημένος αριθμός των προσφύγων που έφθασαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια, κυρίως μέσα στο 2015, συνέβαλε στην αύξηση των ακροδεξιών και ξενοφοβικών αδικημάτων.

Αξιωματούχοι της Αυστριακής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας, επισημαίνουν τελευταία την εμφάνιση μίας “νέας Ακροδεξιάς”, η οποία μέσα από το Διαδίκτυο και μέσα από διαδραστικές ενέργειες προσπαθεί να αναπτύξει μία “κουλτούρα ποπ” με ακροδεξιά περιεχόμενα για νέους και νεαρούς ενήλικες, με στόχο τη διάδοση θεμάτων που προκαλούν ξενοφοβία και γενικότερους φόβους μέσα στην κοινωνία.

Οι ίδιοι θεωρούν πως το θέμα του ασύλου και των προσφύγων προκάλεσε τα τρία προηγούμενα χρόνια στην Αυστρία μία “αποχαλίνωση” ξενοφοβικών βιαιοτήτων και εκδικητικότητας, από κάποιους κύκλους προσώπων, χωρίς καθόλου, ή ελάχιστη μόνον, σχέση με ιδεολογίες.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ