Κάποιοι μας προειδοποίησαν ότι θα γίνουμε Αργεντινή. Κάποιοί άλλοι φοβήθηκαν ότι θα γίνουμε Ζιμπάμπουε. Aφού δεν γίναμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο, ας γίνουμε Ναμίμπια…

Ads

Η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα

Μία από τις λιγότερο γνωστές διεθνώς γενοκτονίες, αν και η πρώτη του 20ού αιώνα, ήταν αυτή που υπέστη ο λαός της Ναμίμπια από την Γερμανία. Από το 1904 έως το 1909, συνολικά περίπου 65.000 πολίτες της χώρας εξολοθρεύθηκαν από τους Γερμανούς αποικιοκράτες.  Αιτία ή αφορμή αυτού του φοβερού εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ήταν η εξέγερση των αυτόχθονων πληθυσμών εναντίον των γερμανικών δυνάμεων κατοχής.

Τον Οκτώβριο του 1904 η διαταγή του  Στρατηγού Lothar von Throtha διοικητή του Ράιχ στην Νοτιοδυτική Αφρική ήταν πρωτοφανούς βαρβαρότητας, καθώς διέτασσε τα γερμανικά στρατεύματα να εξολοθρεύσουν κάθε αυτόχθονα, οπλισμένο ή άοπλο, που θα συναντούσαν στο διάβα τους εντός των συνόρων της Ναμίμπια! Λίγα μόλις χρόνια αργότερα ανάλογες διαταγές θα δίνονταν… κι αυτή τη φορά θα αφορούσαν τα Καλάβρυτα, το Κομμένο, τον Χορτιάτη, το Δίστομο, τη Βιάννο και τόσα ακόμη ελληνικά χωριά, που έγιναν θυσία στο βωμό του ναζισμού.

Ads

Ως αποτέλεσμα των εκτελέσεων, της αναγκαστικής εργασίας, της πείνας, των σκληρών καιρικών συνθηκών στην έρημο της Μποτσουάνα όπου οδηγήθηκαν κυνηγημένοι οι πολίτες της Ναμίμπια και των ασθενειών, το 80% των OvaHerero και το 50% των Nama (αυτοχθόνων κατοίκων της  χώρας) πέθαναν. Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής όμως δεν έμειναν εκεί: εκμεταλλεύτηκαν απάνθρωπα ως σκλάβους τους επιζήσαντες, δήμευσαν, έκλεψαν, λεηλάτησαν το δημόσιο πλούτο της χώρας αλλά και την ιδιωτική περιουσία νεκρών και επιζώντων, τη γη, τα ζώα, τα αγαθά, τα χρήματά τους, αποκομίζοντας τεράστια υλικά οφέλη και υπονομεύοντας για δεκαετίες την προοπτική της χώρας.

Η ιστoρία επαναλήφθηκε και δεν ήταν φάρσα

Σαράντα περίπου χρόνια αργότερα η ιστορία θα επαναλαμβανόταν αλλά μάλλον τραγωδία θα θύμιζε, παρά φάρσα. Ένας μικρός λαός, με μεγάλα αποθέματα ψυχής θα πλήρωνε πολύ ακριβά το τίμημα της αντίστασής του στον κατακτή. Ο απολογισμός της Κατοχής στην Ελλάδα, αν και 3,5 μόλις χρόνια κάτω από τη γερμανική μπότα, ήταν 99 αναγνωρισμένα Ολοκαυτώματα πόλεων και χωριών, περισσότερες από 40.000 εκτελέσεις αθώων πολιτών, 105.000 όμηροι στα στρατόπεδα της φρίκης εκ των οποίων ελάχιστοι επέζησαν, 1.170 κατεστραμένα χωριά και 400.000 πυρπολημένα σπίτια. Η τρομοκρατία της πείνας και η τρομοκρατία των Ολοκαυτωμάτων άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην Ελλάδα: μία στις δύο οικογένειες θρήνησαν θύματα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής, ένας στους δέκα Έλληνες υπέστη αναπηρία, ενώ το 75% των παιδιών υπέφερε από ασθένειες, ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου. Η εβραϊκή κοινότητα εξολοθρεύθηκε. Οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι της χώρας μας λεηλατήθηκαν, οι υποδομές καταστράφηκαν, η ομαλή λειτουργία της ελληνικής οικονομίας ανατράπηκε βίαια κι ανεπιστρεπτί.

Ο χρόνος  είναι ο χειρότερος γιατρός

Όταν δεν μπορείς να ξεχάσεις, ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός. Σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει. Μπορεί αυτοί που χάθηκαν να μην βρίσκονται εδώ, αλλά εσύ έχεις μείνει πίσω, να παλεύεις με  τη σκόνη.

Κάπως έτσι, περισσότερο από έναν αιώνα μετά, οι απόγονοι των νεκρών της γενοκτονίας της Ναμίμπια όχι μόνο δεν ξέχασαν, αλλά μήν μπορώντας να συμβιβαστούν  με την αδικία που τους στοιχειώνει, ξεκίνησαν το 2001 έναν τιτάνιο δικαστικό και πολιτικό αγώνα για να υποχρεώσουν τη Γερμανία να αναλάβει την ιστορική της ευθύνη για τα φοβερά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε εις βάρος του λαού της Ναμίμπια, να αναγνωρίσει επισήμως τη γενοκτονία, να ζητήσει συγγνώμη στους απογόνους των θυμάτων και τον λαό και να προσέλθει σε «ανοικτό διάλογο με τους απογόνους των θυμάτων και την κυβέρνηση της Ναμίμπια  σχετικά με μέτρα που μπορούν να ληφθούν για την επίτευξη συμφιλίωσης».

Ο τολμών νικά

«Ο τολμών νικά» και πράγματι κάποιοι που το τόλμησαν νίκησαν. Πριν δέκα χρόνια  η κυβέρνηση Σρέντερ δημιούργησε το ίδρυμα «Μνήμη, Υπευθυνότητα και Μέλλον», με χρηματοδότηση από το γερμανικό δημόσιο και τις γερμανικές εταιρείες που θησαύρισαν από την καταναγκαστική εργασία των ομήρων του πολέμου. Το ταμείο αυτό αποζημίωσε χιλιάδες ομήρους – ανάμεσά τους και μόλις 5.500 από τους 105.000 Έλληνες ομήρους που μαρτύρησαν στα ναζιστικά κολαστήρια.

Το Μάιο του 2013, κατόπιν διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση της Γερμανίας και την οργάνωση Διάσκεψη Εβραϊκών Διεκδικήσεων (Jewish Claims Conference, JCC), το γερμανικό δημόσιο συμφώνησε να συνεισφέρει συνολικά 1 δισ. δολλάρια από το 2014 ως το 2017 για να παρασχεθεί ιατρική κατ’ οίκον φροντίδα σε (Εβραίους) επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας ανακοίνωσε επίσης ότι θα καταβάλλει εφ’ όρου ζωής μηναία σύνταξη ύψους 300 ευρώ σε όλους τους επιζήσαντες – θύματα του Ολοκαυτώματος, ώστε να ζήσουν με αξιοπρέπεια .

Οι απόγονοι των θυμάτων της σφαγής της Ναμίμπια και οι  Έλληνες  – θύματα της Κατοχής,  γιατί όχι;

Οι Γερμανοί  είναι φίλοι, η Γερμανία όμως  κάνει «επιθέσεις φιλίας»

Σε μια κορυφαία συμβολική κίνηση στις 6 του περασμένου Ιουλίου, τρεις μέρες πριν την 100η επέτειο της απελευθέρωσης της Ναμίμπια από τα γερμανικά αποικιακά δεσμά, μία αντιπροσωπεία πολιτικών, δικηγόρων, εκπροσώπων ενώσεων θυμάτων και φορέων διεκδίκησης επισκέφτηκε το Βερολίνο με την ελπίδα να συναντήσει τον Πρόεδρο Γιόακιμ Γκάουκ και να του επιδώσει ψήφισμα υπογεγραμμένο από 2.000 προσωπικότητες της Γερμανίας, ανάμεσα στους οποίους και πολλοί βουλευτές της Μπούντεσταγκ.  Το ψήφισμα διακήρυσσε την ανάγκη να «αναλάβει η Γερμανία την ιστορική της ευθύνη» για τη γενοκτονία που διέπραξε το Ράιχ έναν αιώνα πριν.

Δυστυχώς όμως η υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε από το γερμανικό κράτος ήταν ιδιαιτέρως ψυχρή: ο Πρόεδρος Γκάουκ, απέφυγε να συναντήσει την υψηλή αντιπροσωπεία και να παραλάβει προσωπικά το ψήφισμά τους, ενώ το γραφείο του παρέλαβε το ψήφισμα στα όρθια, αφήνοντας τους ανθρώπους στο δρόμο, χωρίς να τους δώσει τη δυνατότητα να το παρουσιάσουν και να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους.

Η, για ακόμη μία φορά, επίδειξη αλαζονείας και αδιαλλαξίας της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας ήταν παρούσα. Εμείς στην Ελλάδα, έχουμε άλλωστε πικρά πείρα. Την είχαμε συναντήσει στην απάντηση της γερμανικής Πρεσβείας στον Αργύρη Σφουντούρη το 1995, σύμφωνα με την οποία: «Κατά την άποψη της κυβέρνησης της Ο.Δ.Γ., αντίποινα όπως κατά του χωριού “Δίστομο” δεν προσδιορίζονται ως ναζιστική δραστηριότητα, τα θύματα της οποίας ζημιώθηκαν για τη ράτσα τους, τη θρησκεία τους ή την εκδηλωμένη αντίθεσή τους στο καθεστώς, αλλά προσδιορίζονται ως γεγονότα στο πλαίσιο των πολεμικών δραστηριοτήτων διότι ήταν αντίποινα σε επιθέσεις ανταρτών» και συνεπώς δεν δικαιούνται αποζημιώσεων. Την συναντούμε επίσης συστηματικά από το 1990 και μετά, όπου η Γερμανία οχυρωμένη πίσω από την αρχή της ετεροδικίας αρνείται συστημ,ατικά να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις για την καταβολή επανορθώσεων και αποζημιώσεων,  όπως ρητώς ορίζει η συνθήκη του Λονδίνου του 1953.

Αντί αυτού, την ίδια στιγμή που Γερμανοί πολίτες δηλώνουν έμπρακτα την φιλία τους στα θύματα του ναζισμού στην Ελλάδα και ζητούν τη δικαίωση για αυτούς, η Γερμανία επιχειρεί με  «επιθέσεις φιλίας», όπως κανείς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τις μεθοδεύσεις τύπου «Γερμανικό Ταμείο για το Μέλλον» και «Γερμανοελληνικό Ίδρυμα Νεολαίας», αντί πινακίου φακής,  να εξαγοράει  συνειδήσεις, να ξαναγράψει την Ιστορία και να ενταφιάσει το ζήτημα των γερμανικών οφειλών.

Πού είναι οι δικές μας υπογραφές;

Όταν 2.000 προσωπικότητες υπογράφουν στη Γερμανία για την αναγνώριση της γενοκτονίας στη Ναμίμπια έναν αιώνα πριν, εύλογα κανείς θα αναρωτηθεί γιατί 10 εκατ. Έλληνες δεν έχουν υπογράψει ακόμα για τις αποζημιώσεις στους Διστομίτες, για την διεκδίκηση του κατοχικού δανείου και  για την επιστροφή των αρχαιολογικών και πολιτισμικών θησαυρών που οι ναζί φόρτωσαν στα τρένα της επιστροφής πριν 70 χρόνια. Δεν υπάρχει αρκετή  πολιτική βούληση είναι η πρώτη και εύκολη απάντηση. Δεν υπάρχει μαζικό  λαϊκό κίνημα αποφασισμένο να διεκδικήσει,  είναι ίσως μία δεύτερη πιο δύσκολη και οδυνηρή εξήγηση.

«Η Ναμίμπια δείχνει τον δρόμο και μας κάνει να την θαυμάζουμε: αν και ξεκίνησε πολύ πιο αργά από την Ελλάδα την διεκδίκηση, και παρά το γεγονός ότι δεν καλύπτεται από μία Διεθνή Συνθήκη, όπως αυτή του Λονδίνου του 1953, με ρητή αναφορά στην υποχρέωση της Γερμανίας να προσέλθει σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την διευθέτηση του ζητήματος των επανορθώσεων, εντούτοις προχωρεί αποφασιστικά στη διεκδίκηση. Από κοινού, η πολιτική τάξη της αφρικανικής χώρας και οι εκπρόσωποι των θυμάτων και του κινήματος για την αναγνώριση της γενοκτονίας και τη διεκδίκηση των επανορθώσεων με κινήσεις υψηλού συμβολισμού αλλά και ουσιαστικού περιεχομένου, διατρανώνουν την αποφασιστικότητά τους να διεκδικήσουν ό,τι τους ανήκει. Γι’ αυτούς είναι ζήτημα τιμής και ιστορικής μνήμης να αναλάβει την ευθύνη η Γερμανία για τους ποταμούς αίματος που προκάλεσε, είναι ζήτημα δικαιοσύνης να καταβάλλει επανορθώσεις για τους θανάτους, τον πόνο, τη λεηλασία και τη συνολική ζημιά που προκάλεσε», σχολιάζει στο tvxs.gr ο Αριστομένης Συγγελάκης, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και μέλος της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος της μαρτυρικής Βιάννου.

Σύμφωνα με τον Αριστομένη Συγγελάκη, όσον αφορά το πολιτικό σκέλος της διεκδίκησης  «μια ελληνογερμανική συμφωνία σιωπής, μία ιδιότυπη ομερτά, φαίνεται να κυριαρχεί εμποδίζοντας τη δίκαιη και επιβεβλημένη διευθέτηση του θέματος, σε αντίθεση με το φρόνημα του λαού που διψάει για δικαιοσύνη». «Δεν είναι τυχαίο ότι παραμονή εκλογών λίγα έχουν ειπωθεί για το ζήτημα, ελάχιστες δεσμεύσεις για την ενεργητική διεκδίκηση των ελληνικών αξιώσεων έχουν αναληφθεί από τους πολιτικούς αρχηγούς. Πώς εξηγείται όμως αυτή η ολιγωρία, η αναβλητικότητα ή και ο φόβος μπροστά στην ανάληψη της ιστορικής εθνικής ευθύνης; Ίσως να φταίει το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ έχει προσχωρήσει στη λογική της εξάρτησης θεωρώντας τα μονόδρομο για την επιβίωση της Ελλάδας. Ίσως πάλι η εξήγηση να έχει τις ρίζες της στην Κατοχή και τις βρώμικες σχέσεις συνεργασίας, που αναπτύχθηκαν τότε μεταξύ των κατακτητών και μίας εξωνημένης μερίδας της ελληνικής άρχουσας τάξης με αντικείμενο την χυδαία και βάναυση εκμετάλλευση του ελληνικού λαού», εκτιμά.

Όπως  σημειώνει ο κ. Συγγελάκης , «χάρη στον τιτάνιο αγώνα του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών με επικεφαλής τον Μανώλη Γλέζο, αλλά και την ανιδιοτελή υποστήριξη ενός ισχυρού κινήματος διεκδίκησης, και μέσα στην ίδια τη Γερμανία, το ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων συναντά την καθολική υποστήριξη του ελληνικού λαού αλλά πλέον έχει ωριμάσει και στη γερμανική κοινή γνώμη». Αξίζει να σημειωθεί ότι προεξάρχουσας της ομάδας «ΑΚ Distomo» από το Αμβούργο, Γερμανοί δημοκράτες, καθηγητές, συνδικαλιστές, πολιτικές κινήσεις, ομάδες πολιτών αλλά και κοινοβουλευτικά κόμματα (με πιο συνεπή διαχρονικά την υποστήριξη του Die Linke), δραστηριοποιούνται δυναμικά υπέρ της απόδοσης δικαιοσύνης και της καταβολής των γερμανικών οφειλών στην Ελλάδα. «Χιλιάδες Γερμανοί δημοκράτες αγωνίζονται μαζί μας, διότι, ακριβώς επειδή αγαπούν την πατρίδα τους, την θέλουν με εκκαθαρισμένες τις υποχρεώσεις της, οριστικά απαλλαγμένη από το ναζισμό, λυτρωμένη από το παρελθόν τη», θα εξηγήσει ο κ. Συγγελάκης.

«Από την άλλη, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες, δεν έχει συγκροτηθεί στην Ελλάδα ένα πανίσχυρο κίνημα διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, που θα συντρίψει τις αντιστάσεις δειλών ή ιδιοτελών και θα υποχρεώσει σε μια πανστρατιά, έναν παλλαϊκό αγώνα για τη δικαίωση της Ελλάδας». Τι είναι όμως αυτό που λείπει και δεν καρποφορεί ο αγώνας; Είναι αλήθεια ότι  δεν λείπουν οι εθελοντές, δεν λείπει το πνευματικό, ιστορικό και ηθικό κεφάλαιο, δεν λείπουν οι επιστημονικές επεξεργασίες και η θεμελίωση των αξιώσεων, δεν λείπουν η εξωστρέφεια και η ενημέρωση της κοινής γνώμης, ούτε λείπουν οι κινηματικές διεργασίες. Κι όμως κάτι λείπει! «Πρώτον, λείπει η ενότητα και αποφασιστικότητα της πολιτικής τάξης της χώρας μας.  Ίσως επίσης λείπει η οργάνωση και ο συντονισμός του κινήματος διεκδίκησης, ίσως η εμπιστοσύνη στις ίδιες μας τις δυνάμεις και η συναίσθηση ότι όταν το πολιτικό σύστημα ολιγωρεί απέναντι στην ιστορική του ευθύνη εμείς, οι απόγονοι των θυμάτων, οι αντιστασιακοί, οι ενεργοί πολίτες, οι δημοκράτες οφείλουμε να πάρουμε τα ηνία και να βγάλουμε το κάρο από τη λάσπη. Να διεκδικήσουμε ό,τι μας ανήκει!», είναι η εξήγηση που το μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα δίνει. «Ας παραδειγματισθούμε από τη Ναμίμπια», είναι το μήνυμα που σε κάθε περίπτωση το Συμβούλιο στέλνει.     

Κυριακή κοντή γιορτή

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου και οι κάλπες ανοίγουν ξανά. Κατά τη σύντομη προεκλογική περίοδο άλλα μεγάλα θέματα επισκίασαν το ζήτημα των γερμανικών κατοχικών οφειλών, αφήνοντάς το σχεδόν εκτός ατζέντας.

«Η Ελλάδα από Δευτέρα, θα αποκτήσει φωνή, αξιοπρέπεια, υπόσταση στην Ευρώπη. Θα διεκδικήσει αποφασιστικά το ανεκπλήρωτο χρέος. Το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις που η Γερμανία της οφείλει. Και που το διεθνές δίκαιο επιβάλλει να της αποδοθούν», είπε από την πλατεία Συντάγματος ρίχνοντας την προεκλογική αυλαία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.

Εν μέσω προεκλογικής περιόδου, το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel κυκλοφόρησε με τίτλο «Οι Έλληνες συντηρητικοί αμφισβητούν το ποσό των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων». Όπως ανέφερε, η Νέα Δημοκρατία αμφισβητεί το ποσό των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων που ανακοίνωσε τον Απρίλιο η απερχόμενη κυβέρνηση, αφού ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης φέρεται να  δήλωσε στο γερμανικό έντυπο: «Το όλο θέμα χρήζει νέας προσέγγισης. Στον τρέχοντα υπολογισμό και τις εκτιμήσεις υπάρχουν μεθοδολογικά προβλήματα». Τέλος, όπως έγραψε το Spiegel, ένας εκπρόσωπος της ΝΔ φέρεται να είπε ότι θα πρέπει να διαχωριστεί το αναγκαστικό δάνειο προς τη Γερμανία από το «νομικά δύσκολο» ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων, με τον αρθρογράφο να επισημαίνει παρολ’αυτά ότι η ΝΔ εξακολουθεί να θεωρεί ανοιxτό το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, αν και δεν θεωρεί ότι οι απαιτήσεις της προηγούμενης κυβέρνησης θα γίνουν αποδεκτές από το Βερολίνο.

Από τη Λαϊκή Ενότητα, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης εξέφρασε την άποψη ότι στη Γερμανία δεν χρωστάμε, μας χρωστάει. «Είναι ντροπή, λοιπόν, να μη διεκδικούμε αυτά τα οποία είναι ιερά και απαραβίαστα για την πατρίδα μας, για το λαό μας, που αντιστάθηκε, που πάλεψε, που αγωνίστηκε. Αυτήν η ώρα, λοιπόν, είναι ώρα διεκδίκησης. Δεν είναι δυνατόν να πληρώνουμε μέχρι και το τελευταίο ευρώ στους πιστωτές και αυτά που μας χρωστάνε να τα αγνοούμε. Δεν είναι απλώς λάθος, είναι έγκλημα», είπε επισκεπτόμενος τη Βιάννο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Για το θέμα των κατοχικών οφειλών ο Σταύρος Θεοδωράκης τοποθετήθηκε στο ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών λέγοντας: «το Ποτάμι λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει το κατοχικό δάνειο, πρέπει να διεκδικήσει αποζημίωση για τις αρχαιότητες, αλλά δεν θα πρέπει να παρουσιάζεται στην Ευρώπη ως ο φτωχός συγγενής ο οποίος κάθε φορά που πρέπει να εκπληρώσει κάποιες υποχρεώσεις, γυρνάει στο παρελθόν και ψάχνει ενόχους». Οι βουλευτές του Ποταμιού άλλωστε είχαν διαμαρτυρηθεί πριν κάποιους μήνες για την προβολή βίντεο για την ιστορική μνήμη και τις πολεμικές αποζημιώσεις στους σταθμούς του ΜΕΤΡΟ, προειδοποιώντας ότι πρόκειται για ενέργεια που δυσαρεστεί την γερμανική κυβέρνηση.

«Η σθεναρή και αποτελεσματική διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών αποτελεί πρόκληση για το λαό και το πολιτικό σύστημα: πρόκληση εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής χειραφέτησης, πρόκληση για την ανάκτηση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και τη συμμόρφωση με το λαϊκό αίσθημα, πρόκληση υπαρξιακής σημασίας για την Ελλάδα. Το ερώτημα είναι τι θα πράξει η επόμενη κυβέρνηση, τα πολιτικά και ιδίως τα δύο μεγαλύτερα κόμματα τι θέση παίρνουν στο μείζον αυτό ζήτημα;», σημειώνει ο Αριστομένης Συγγελάκης στο tvxs.gr. «Με την στήριξη αλλά και υπό το άγρυπνο βλέμμα του ελληνικού λαού και την καθοδήγηση του Εθνικού Συμβουλίου ας ελπίσουμε ότι φέτος, 70 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι γερμανικές οφειλές θα μπουν στο προσκήνιο της Ιστορίας!», καταλήγει.

Κυριακή κοντή γιορτή λοιπόν, κι όποιος κι αν είναι ο νικητής από Δευτέρα, οφείλει να ανοίξει το μεγάλο αυτό κεφάλαιο πραγματικά και χωρίς φόβο, συγκροτώντας έναν ενιαίο, εθνικό συνασπισμό διεκδίκησης του δικαίου, αποτελούμενο όχι μόνο από όλα τα κόμματα του δημοκρατικού φάσματος, αλλά και από όλους του δημοκράτες πολίτες αυτής της χώρας.

Η Ναμίμπια έδειξε τον δρόμο. Ας τον βαδίσουμε! Ας γίνουμε Ναμίμπια…