Σε λίγες ημέρες κυκλοφορεί ο τιμητικός τόμος για τον ψυχίατρο – ψυχαναλυτή Θανάση Τζαβάρα, «Νευροψυχολογία, Ψυχανάλυση, Μεταίχμιο. Ασυνέχειες / Συνέχεια» (εκδ. Νήσος) σε επιμέλεια Κώστα Πόταγα και Μιχάλη Πετρίδη.

Ads

Ο ίδιος δεν πρόλαβε τον τόμο χάρη στον οποίο μπόρεσαν να συνυπάρξουν απόψεις ψυχιάτρων και νευρολόγων, άνθρωποι που του αναγνωρίζουν οφειλές. Έφυγε σε ηλικία 77 ετών, την Δευτέρα 25/1, εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων υγείας αλλά διατηρώντας ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις έως το τέλος. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ζήτησε από δύο φίλους και συνεργάτες του, τον ψυχίατρο Δημήτρη Πλουμπίδη και τον νευρολόγο Κώστα Πόταγα, να μιλήσουν για τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θανάση Τζαβάρα.
 

«Από τους ανθρώπους που συνοψίζουν και σημαδεύουν την εποχή τους» 
 

Ads

Άρθρο του ψυχιάτρου Δημήτρη N. Πλουμπίδη
 

Γνώρισα τον Θανάση στο Παρίσι το 1976. Είχε προηγηθεί η φήμη του στον κύκλο μας των Ελλήνων ειδικευομένων ψυχιάτρων, που είχαμε αυξηθεί σημαντικά από το 1973 και μετά. Συναντήσεις που συχνά κατέληξαν σε φιλίες. Προσπάθειες για κοινούς στόχους, ξεκινώντας από την Ελλάδα που είχαμε μόλις αφήσει και την Γαλλία που προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε και πέραν της ψυχιατρικής.
 

Νομίζω ότι εκφράζω περισσότερους από τον εαυτό μου λέγοντας ότι η επιλογή της Γαλλίας, τότε, για σπουδές ειδικότητας στην ψυχιατρική και την νευρολογία συνδύαζε τρεις βασικές κατευθύνσεις, με άλλοτε διαφορετικό ειδικό βάρος για τον καθένα: την βαθειά κλινική παράδοση και το ξεκίνημα της ψυχοφαρμακολογίας την δεκαετία του 1950, τις μεγάλες τομές στην ψυχαναλυτική πρακτική που δέσποζαν διεθνώς και τις δημοκρατικές αλλαγές, το κίνημα ιδεών που έφερε ο Μάης του 1968. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε την παρότρυνση μιας σειράς παλαιότερων ψυχιάτρων που γνώριζαν την Γαλλία, όπως ο Π. Σακελλαρόπουλος, ο Γ. Βαξεβάνογλου ή ο Γ. Ν. Παπαδημητρίου (1912-1985) και βέβαια την αντιδικτατορική στάση που καθόρισε τη στάση της πλειοψηφίας.
 

Ο Θανάσης Τζαβάρας μπορούσε να κινείται με άνεση και στα τρία πεδία που προανέφερα, να διατηρεί σχέσεις με την πλειάδα Ελλήνων διανοουμένων που ζούσαν στην Γαλλία και συγχρόνως να έχει μια βαθειά γνώση της Ελληνικής κοινωνίας και των όσων την είχαν σημαδέψει, φτάνοντας πίσω ως τις παραδόσεις και τις νοοτροπίες παλαιότερων εποχών. Η άνεση του στα διαφορετικά αυτά πελάγη, η ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες του καθενός και να τον στηρίζει, ακόμα και η χρήση του χιούμορ αλλά και της προβοκάτσιας τον έκαναν κεντρικό πρόσωπο για πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Το κλίμα φιλοξενίας που διαχρονικά ήξεραν να φτιάχνουν με την Ελένη έκανε την επαφή ακόμα πιο άμεση. Δεν μπορώ να ξεχάσω, μετά τον γυρισμό όλων μας στην Ελλάδα, τις Πρωτοχρονιές που περάσαμε με τα πολυάριθμα μέλη της οικογένειας Τζαβάρα και Πριόβολου (την οικογένεια της Ελένης) και πολλούς φίλους, για πολλά χρόνια.
 

Μετά την επιστροφή της οικογένειας Τζαβάρα στην Αθήνα το 1978, οι συχνές επισκέψεις του Θανάση στο Παρίσι ήταν ένα γεγονός, καθώς μας έφερνε νέα από μια πραγματικότητα που μας απασχολούσε έντονα και ο γυρισμός στην Ελλάδα ήταν ο άμεσος ή ο απώτερος στόχος των περισσότερων. Τα ερεθίσματα για μια σειρά από επιστημονικά, κλινικά, ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα που έχουμε πάρει από τον Θανάση, δεν έχουν αριθμό. Η αγάπη του για την ιστορία και τα αρχεία που μοιραστήκαμε ήταν για μένα πηγή ιδεών και μεθοδολογικών επαναπροσδιορισμών, επίσης τα σπάνια βιβλία και έγγραφα που περιείχε η τεράστια βιβλιοθήκη και το αρχείο του.

Γράψαμε από κοινού, ο καθένας από την σκοπιά του για την Ιστορία της Ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, σε τόμους που επιμελήθηκε ο Θανάσης («Ψυχανάλυση και Ελλάδα» 1984. «Ψυχανάλυση και Αριστερά: συγκλίσεις και αποκλίσεις» 2007). Η κοινωνική ανθρωπολογία, τομέας που μοιράστηκε με την Ελένη, κατέληξε επίσης στη συγγραφή μιας σειράς από άρθρα και βιβλία, αξιοποιώντας και το οικογενειακό, επιστολικό του αρχείο («Αγαπητέ αδελφέ Βασίλειε» 1999, «Οδός Ιπποκράτους» 2011, «Η αποασυλοποίηση στα χρόνια της φιλανθρωπίας – Χανσενικό χρονικό» 2012). Δεν μπορούμε εδώ να αναπτύξουμε την εργογραφία του Θανάση που εκτείνεται και σε πλήθος συλλογικών τόμων, πρακτικών συνεδρίων, άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες.
 

Ήρθε το ταξίδι στα Κύθηρα, η πρώτη του συνάντηση με τον θάνατο και το εξαιρετικό βιβλίο που έγραψε ξεκινώντας από την εμπειρία θανάτου και την πολύμηνη περιπέτεια της ανάρρωσης του («Ταξίδι από τα Κύθηρα» 2007).

Τον Θανάση δεν τον φόβιζε η σύγκρουση, σπάνια όμως έφτασε στη ρήξη και παρά το γεγονός ότι διά του λόγου ή γραπτώς είχε εκφράσει την αντίθεση ή την δυσφορία του.

 

Μια μεγάλη μου οφειλή προς τον Θανάση είναι ότι αυτός με παρότρυνε να καταθέσω το θέμα της διατριβής μου στην Ψυχιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ, στον καθηγητή Κ. Στεφανή, ανασκευάζοντας με επιχειρήματα αλλά και με λεξιλόγιο… καραγωγέα, τις όψιμες μετεφηβικές αντιρρήσεις μου περί ακαδημαϊκού κατεστημένου. Με λίγα λόγια του οφείλω την δυνατότητα ακαδημαϊκής καριέρας την δεκαετία του 1980. Στη συνέχεια υπήρξε ο συνήθης αποδέκτης των σκέψεων και των αμφιθυμιών μου για το Πανεπιστήμιο, όπως και εγώ κάποιων από τις δικές του.
 

Δεν είναι εδώ ό τόπος για να αποτιμηθεί το επιστημονικό, συγγραφικό και εκδοτικό έργο του Θ. Τζαβάρα, η συνεισφορά του στην επιστημονική έρευνα, ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική (έλεγε σκωπτικά ότι έχουμε franchise επίσημη ψυχανάλυση στην Ελλάδα), την ιστορία των ιδεών ή την κοινωνική ανθρωπολογία. Στον τιμητικό τόμο που θα κυκλοφορήσει σύντομα αποτυπώνεται ο αριθμός των ανθρώπων που τον τιμούν και του αναγνωρίζουν οφειλές.
 

Φιλόξενος και φίλος, ικανός να εκφράζει με ενάργεια την άποψη του διά του λόγου, αλλά και με την μιμική και τη γλώσσα του σώματος όταν δεν επιθυμούσε να εκφραστεί απευθείας. Από τους ανθρώπους που συνοψίζουν και σημαδεύουν την εποχή τους».
 

«Εάν η ζωή μας διαφέρει από τη ζωή των άλλων είναι που καήκαμε σε πιο δυνατή φωτιά»
 

Άρθρο του νευρολόγου Κώστα Πόταγα
 

«Εάν η ζωή μας διαφέρει από τη ζωή των άλλων είναι που καήκαμε σε πιο δυνατή φωτιά» άρεσε στον Τζαβάρα να λέει. Υπήρχε κάποια αυταρέσκεια, υπήρχε όμως πίκρα; Αναρωτιόμουν συχνά όταν τον άκουγα να το λέει, γιατί τον ζήλευα. Γιατί τι περισσότερο θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς στη θέση του Τζαβάρα, στη θέση του γιατρού, του νευρολόγου, του ψυχιάτρου, του συγγραφέα, από την καταξίωση του Τζαβάρα, από την αναγνώριση και την εκτίμηση της οποίας έχαιρε; Ζηλεύει κανείς τον δυναμισμό, τη δημιουργικότητα, την αποτελεσματικότητα, τη ζωντάνια, τις ιδέες, το ταλέντο, την ηγετική μορφή, τη συγκίνηση που προκαλεί ο λόγος του δάσκαλου.
 

Λοιπόν, κάποιος είπε πως το ταλέντο το κρίνουν οι άλλοι σε σένα, εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι δουλειά. Και δουλειά ο Τζαβάρας είχε ρίξει πολλή. Μου διηγόταν ότι ο Εκάν – ο δάσκαλος, γιατί και ο Τζαβάρας είχε δάσκαλο – του ανέθετε συχνά πυκνά στο τέλος της μέρας να του παρουσιάσει την επομένη το πρωί το τάδε καινούργιο βιβλίο που μόλις είχε κυκλοφορήσει ή που μόλις είχε φτάσει στο Παρίσι από τις ΗΠΑ, και ο Τζαβάρας καθόταν και το διάβαζε όλη νύχτα. Είχε ήδη φύγει πριν κάμποσα χρόνια όταν εγώ έφτασα στη Γαλλία. Είχε φύγει για να επιστρέψει στην Αθήνα ελπίζοντας στην ακαδημαϊκή καριέρα στον τόπο «που ο γιός του θα μιλούσε τη γλώσσα του», και είχε γευτεί ήδη την μεγάλη απογοήτευση. Όλοι στο Νοσοκομείο της Σαλπετριέρ μού μιλούσαν για κάποιον Ατανάζ Τζαβαράς, τον «κινητήριο μοχλό» του εργαστηρίου (αντίπαλου εργαστηρίου, στο Νοσοκομείο της Σαιντ Ανν) του θρυλικού Ανρί Εκάν – που τότε είχε πρώιμα πεθάνει.

Φίλοι του Τζαβάρα – πλήθος, τους έβρισκα παντού – αλλά και ένας τουλάχιστον επαγγελματικός «εχθρός» του, υποκλίνονταν στο «τρομαχτικό ταλέντο» του στα μαθήματα. Η γνώμη που ως φοιτητής είχα σχηματίσει για τον Τζαβάρα που ασχολιόταν με την «Ψυχανάλυση στην Ελλάδα» και ήταν πασίγνωστος σε όλους τους διανοούμενους και τους φοιτητικούς κύκλους, ένα είδος «γκουρού» των κουλτουριάρηδων νεολαίων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά σε αυτόν τον γνήσιο γαλλικό θαυμασμό για τον νευρολόγο και τον νευροψυχολόγο. Μου αποκαλύφθηκε ένας Τζαβάρας δοκιμασμένος νοσοκομειακά και ερευνητικά στο Παρίσι, σε καθιερωμένες δομές του εθνικού ιδρύματος ιατρικών ερευνών, σε αντίθεση με τον Τζαβάρα της Αθήνας, τον κοινωνικά αναγνωρισμένο αλλά εκτός θεσμών.
 

Πίκρα και δημιουργία: Ο Τζαβάρας έγινε έκτοτε για μένα το πρότυπο δουλειάς και δημιουργίας και, ταυτόχρονα, το παράδειγμα αυτού που είχα δει και ξαναδεί στην περίπτωση της μητέρας μου και πολλών που είχαν «άδικα» επιστρέψει στην Ελλάδα, που πάντα μας πληγώνει, αυτής της απογοήτευσης για τη θεσμική Ελλάδα που δεν δέχεται μεταλαμπαδεύσεις. Ο Θανάσης αγωνιζόταν για μια βιωμένη «μετακένωση», δούλευε για να υπάρξει «εντόπιος λόγος» και όχι μετάφραση.

Παρεμπιπτόντως, αυτή ήταν από τις πρώτες μας διαφωνίες, εγώ τότε πίστευα ότι αφού όλα έχουν ειπωθεί ας τα φέρουμε και ας μην είμαστε υπερόπτες.
 

Στην ουσία του Τζαβάρα: Όλοι ξέραμε ότι υπάρχει εγκέφαλος και ότι υπάρχει ψυχισμός. Στον βαθμό όμως που οι μεν και οι δε εντρυφούμε στον μεν ή τον δε, τείνουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει μία αλήθεια που βρίσκεται ή αναζητείται στη δική μας μεριά, στο δικό μας αντικείμενο, ερχόμαστε ακόμη και σε αντιπαράθεση με τους «άλλους» χάριν αυτής της αλήθειας.
 

Χάρη στον Τζαβάρα μάθαμε ότι δεν υπάρχει ή το ένα ή το άλλο. Άμεσα, κάποιοι από εμάς. Για πολλούς από τους υπόλοιπους ο Τζαβάρας ήταν η αιτία για να το μάθουν. Και ωστόσο, οι μεν και οι δε, παρά τη χάριν Τζαβάρα γνώση μας, κρατιόμαστε με λίγο ή με περισσότερο φανατισμό στη θέση μας, ψυχολογίζοντας ή νευρολογίζοντας ασύστολα. Έτσι είναι ο κόσμος… 
 

Χάρη στον τόμο τιμής στον Θανάση Τζαβάρα «Νευροψυχολογία, Ψυχανάλυση, Μεταίχμιο. Ασυνέχειες / Συνέχεια» (Εκδόσεις Νήσος) μπορέσαμε να συνυπάρξουμε: All we need is love… όπως συνήθιζε να λέει για να κλείσει την κουβέντα».
 

Επιμέλεια: Νατάσσα Δομνάκη