Συνταγματική ή αναθεωρητική βουλή; Το Σύνταγμα, οι θεσμοί και ο ρόλος της κοινωνίας. Αρθρογραφούν ο συνταγματολόγος Γ. Κατρούγκαλος και ο Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. 

Ads

Το άρθρο του Γ. Κατρούγκαλου στην Αυγή

Ξεκίνησε ήδη η συζήτηση στην «Aυγή» γύρω από το χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει η επόμενη βουλή, με την ευκαιρία της πρότασης που έχω διατυπώσει στο πρόσφατο βιβλίο μου «κρίση και διέξοδος» και επανέφερα με την ομιλία μου στην επιτροπή για τις αλλαγές στο κράτος και το πολιτικό σύστημα του ΣΥΡΙΖΑ, στις 21/2/2013. Το ξεκίνημα δεν έγινε με τους καλύτερους όρους, δεδομένου ότι ο συνάδελφος Δημήτρης Χριστόπουλος στο άρθρο του στα «ενθέματα» της περασμένης Κυριακής (3/3) με τίτλο «η αβάσταχτη ελαφρότητα του συνταγματικού βερμπαλισμού» επέλεξε να αρθρογραφήσει κυρίως με χαρακτηρισμούς (περί «ελαφρότητας», «ανούσιας φλυαρίας» κ.λπ.) παρά με επιχειρήματα. Προφανώς, καθένας μας διαλέγει το ύφος και το ήθος που θέλει να τον προσδιορίζουν. Φοβάμαι όμως ότι ο αρθρογράφος δεν έχει καταλάβει την άποψή μου, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει και τι γράφει προς αντίκρουσή της.

«H αναθεωρητική βουλή είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τη διαδικασία αναθεώρησης που προβλέπει το ισχύον σύνταγμα. Αντιθέτως, στη συντακτική βουλή ο λαός ξαναγίνεται κυρίαρχος και θέτει εξαρχής νέο σύνταγμα, χωρίς καμιά νομική δέσμευση»
 
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά, και για τους αναγνώστες που δεν είναι συνταγματολόγοι. Ποια είναι η διαφορά της αναθεωρητικής από τη συντακτική διαδικασία;
 
Με απλά λόγια, η αναθεωρητική βουλή είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τη διαδικασία αναθεώρησης που προβλέπει το ισχύον σύνταγμα. Αυτό συμβαίνει διότι στη «συντεταγμένη» πολιτεία, όλες οι εξουσίες (άρα και η αναθεώρηση) «ασκούνται όπως ορίζει το σύνταγμα». Αντιθέτως, στη συντακτική βουλή ο λαός ξαναγίνεται κυρίαρχος και θέτει εξαρχής νέο σύνταγμα, χωρίς καμιά νομική δέσμευση. Προφανώς αυτό συνιστά εξαιρετικό ιστορικό γεγονός που συμβαίνει μετά από μείζονες πολιτικές κρίσεις, συνήθως -αλλά όχι αναγκαστικά- μετά από επαναστάσεις ή πολέμους. Η δε δημοκρατική νομιμοποίηση του εγχειρήματος ολοκληρώνεται τις περισσότερες φορές με την αποδοχή του νέου συντάγματος με δημοψήφισμα.
 
Σε συνθήκες βαθιάς κρίσης όπως η σημερινή το πώς θα χαρακτηριστεί η επόμενη βουλή ένα κυρίως πράγμα σηματοδοτεί: τι χαρακτήρα θα έχει η έξοδος από την κρίση. Θα πρόκειται για τομή ή για συνέχεια; Το δίλημμα «αναθεωρητική ή συντακτική», για παράδειγμα, το είχε αντιμετωπίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1910. Ελπίζοντας ότι θα κατευνάσει το παλάτι, επέλεξε την αναθεωρητική, χωρίς να αποφύγει όμως έτσι τον εθνικό διχασμό. Αντιστρόφως, το 1975 η τότε βουλή θέσπισε ένα εντελώς νέο σύνταγμα σε σχέση με αυτό του 1952 και ήταν, συνεπώς, συντακτική. Βαφτίστηκε, παρ’ όλα αυτά, Δ’ αναθεωρητική από τον Κ. Καραμανλή, ώστε να θεωρηθεί η τρίτη ελληνική δημοκρατία ως απλή προέκταση του προδικτατορικού πολιτικού συστήματος, ενόψει και της διάχυτης -και τότε!- προοπτικής ενός ριζοσπαστικού αναπροσανατολισμού της.
 
Αντιθέτως, ο πρόεδρος Ντε Γκολ (De Gaulle) το 1958, μεσούσης της αλγερινής κρίσης (κατά πολύ ελάσσονος της σοβούσας σήμερα στη χώρα μας), επειδή ακριβώς ήθελε να σηματοδοτήσει τη ριζική αλλαγή σελίδας από την τέταρτη στην πέμπτη γαλλική δημοκρατία, θέσπισε ένα εντελώς νέο σύνταγμα. Για τον ίδιο λόγο, γυρίσματος πολιτικής σελίδας, πλήρους «restart» του πολιτικού συστήματος, ο λαός της Ισλανδίας επέλεξε το 2012 ένα νέο σύνταγμα, ως θεσμική έξοδο από την κρίση. 

Ads

«O παλαιοκομματισμός θα αντιδράσει λυσσαλέα στην προοπτική κατάργησης της νομιμοποιητικής βάσης της εξουσίας του. Εδώ βρίσκεται και το πραγματικό στοίχημα: θα γίνει δυνατό το νέο σύνταγμα να θεσπισθεί ” από κάτω”, με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού, όπως στην Ισλανδία;»
 
Συνεπώς, το βασικό πολιτικό ερώτημα είναι το εξής: βλέπουμε τον εαυτό μας ως συνέχεια του παλαιοκομματικού συστήματος που καταρρέει, ή ως το πολιτικό υποκείμενο για την υπέρβασή του; Θέλουμε να είμαστε εξωραϊστές του παλιού ή δημιουργοί του νέου;
 
Σε απόκρουση της αυτονόητης απάντησης στο βασικό αυτό ερώτημα (για όποιον θέλει να θεωρείται αριστερός) ο συγγραφέας προβάλλει τα εξής τρία, αλληλένδετα αντεπιχειρήματα:

  • Πρώτον: το σύνταγμα είναι που φταίει για την κρίση; Αν όχι, γιατί να το αλλάξουμε;
     

  • Δεύτερον: δεν είναι δυνατό να προωθηθούν «μια σειρά επιβεβλημένες αλλαγές, στις οποίες συγκατανεύει ένα μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος» χωρίς καν συνταγματική αναθεώρηση;
     

  • Τρίτον: δεδομένου του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων και της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, μήπως «πάμε για μαλλί και βγούμε κουρεμένοι»;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι σαφής. Είναι αλήθεια ότι η κρίση δεν είναι δημιούργημα του συντάγματος. Το αντίθετο: οι μνημονιακές πολιτικές αποτελούν συστηματική καταστρατήγηση του, συνιστούν ένα πραγματικό «παρασύνταγμα». Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι το σύστημα θεσμών που εγκατέστησε το σύνταγμα αυτό, λόγω της γενικευμένης απονομιμοποίησής του, βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία προς την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Δεν έχει περιθώρια βελτίωσης, μόνο ανατροπής.
 
Το δεύτερο επιχείρημα προβάλλει ανάγλυφα τις πολιτικές διαφορές που έχουμε με τον αρθρογράφο: εγώ, σε αντίθεση με αυτόν, θεωρώ ότι οι αλλαγές στις οποίες «συγκατανεύει το μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος», με άλλα λόγια οι δυνάμεις του παλιού, δεν είναι αυτές που έχουμε ανάγκη. Αντιθέτως, θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, αναγκαίοι για τον αναπροσανατολισμό του πολιτεύματος, όπως η ανακλητότητα των βουλευτών, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία για ψήφιση νόμων ή διεξαγωγή δημοψηφίσματος, δεν χωρούν στη θεσμική μήτρα του συντάγματος του 1975.
 
Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι ακόμη πιο εύκολη. Μόνο η συμμετοχή στην αναθεωρητική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε συνταγματική παλινδρόμηση, όχι η πρόταση για συντακτική βουλή. Και τούτο γιατί είναι προφανές ότι η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία όχι απλώς δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για καμιά προοδευτική αλλαγή, αλλά θα επιχειρήσει την πλήρη συνταγματοποίηση του φιλελευθερισμού (καθιέρωση του «χρυσού κανόνα» για τον ασφυκτικό περιορισμό των κρατικών ελλειμμάτων, κατάργηση του άρθρου 16 για την δωρεάν δημόσια παιδεία και του άρθρου 106 για τον κρατικό παρεμβατισμό κ.λπ). Για τον λόγο αυτό και η αριστερά οφείλει να απέχει από τη διαδικασία αναθεώρησης που θα ξεκινήσει τον Ιούνιο, μια που τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από αυτή.
 
Αντιθέτως, η συντακτική συνέλευση είτε θα προκύψει κινηματικά, μέσω μιας νέας κοινωνικής πλειοψηφίας, με καταλύτη την αριστερά, είτε δεν θα υπάρξει καθόλου. Είναι σαφές ότι ο παλαιοκομματισμός θα αντιδράσει λυσσαλέα στην προοπτική κατάργησης της νομιμοποιητικής βάσης της εξουσίας του, που συνεπάγεται το αίτημα για νέο σύνταγμα. Εδώ βρίσκεται και το πραγματικό στοίχημα: θα γίνει δυνατό, όπως έγινε στην περίπτωση της Ισλανδίας, το νέο σύνταγμα να μη θεσπισθεί «από πάνω», αλλά από κάτω, με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού;
 
«Είναι σωστό πως αλλάζοντας το σύνταγμα, δεν αλλάζει η κοινωνία. Ίσα-ίσα, το αντίθετο: μόνον αλλάζοντας την κοινωνία, οδηγώντας τη να συμμετέχει μαζικά στη συζήτηση για το τι θεσμούς και το τι σύνταγμα θέλουμε, μπορούμε να πετύχουμε συνταγματική αλλαγή»
  
Ο Δ. Χριστόπουλος υποστηρίζει ότι είναι «αφόρητος ναρκισσισμός και συνάμα επικίνδυνος ιδεαλισμός να νομίσει κανείς ότι δια του συντάγματος αλλάζει η κοινωνία». Πρόκειται ακριβώς για το αντίθετο:μόνο αλλάζοντας την κοινωνία, οδηγώντας τη να συμμετέχει μαζικά στη συζήτηση για το τι θεσμούς και το τι σύνταγμα θέλουμε, μπορούμε να πετύχουμε και την αλλαγή του τελευταίου.
 
Θυμίζω, για όσους δεν το ξέρουν, ότι στην Ισλανδία το σχέδιο συντάγματος δεν συντάχθηκε από μια παραδοσιακή συντακτική συνέλευση, αλλά με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού, με τη βοήθεια και τη χρήση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και δικτύωσης, από το πρώτο βήμα (μια λαϊκή συνέλευση αποτελούμενη από χίλιους πολίτες, διαλεγμένους με κλήρο, όπως στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία) ως το τελευταίο (έγκριση με δημοψήφισμα).
 
Εάν η επόμενη βουλή έχει προοδευτική πλειοψηφία, το θέμα του νέου συντάγματος και η αμεσοδημοκρατική διαδικασία με την οποία αυτό θα συνταχθεί θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο δημοψηφίσματος, ώστε ο λαός κυριαρχικά να αποφασίσει.
 
Σε μας απομένει να διαλέξουμε τι ρόλο θέλουμε να παίξουμε σε όσα έρχονται. Θα είμαστε το σφυρί ή το αμόνι;

image

Το άρθρο του Δημήτρη Χριστόπουλου στα Ενθεματα

Τη στιγμή που οι κυβερνητικές δυνάμεις φαίνεται πως έχουν συγκατανεύσει πλήρως στη διάλυση της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος, στην Αριστερά επιχειρείται να συγκροτηθεί ένας ιδεολογικός πόλος που με ρητορική παρρησία υπαγορεύει ότι «πρέπει να τα ξαναγράψουμε όλα από την αρχή, με πρώτο και καλύτερο τo Σύνταγμα». Την άποψη αυτή μπορούμε να την ονομάσουμε «συνταγματικό βερμπαλισμό». Όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω στο άρθρο αυτό, η χρήση πομπωδών εκφράσεων χωρίς νόημα, προς εντυπωσιασμό του ακροατηρίου, δεν είναι απλώς ανούσια φλυαρία, όπως ο κοινός βερμπαλισμός· αντιθέτως, δημιουργεί καθοριστικούς κινδύνους απαξίωσης του πολιτικού λόγου της Αριστεράς, καθώς δείχνει πως όταν μιλάει για τους θεσμούς το κάνει προσχηματικά. Όπως αυτοί που μας κυβερνάνε σήμερα.

Η αντίληψη του συνταγματικού βερμπαλισμού κάνει λόγο για «νομικές επαναστάσεις» και «συντακτικές συνελεύσεις», καθώς ευαγγελίζεται μια συνταγματική αλλαγή που θα ξεπερνάει τα συμβατικά όρια της αναθεώρησης. Αυτή η αντίληψη, που την εξέφρασαν και ορισμένοι συνταγματολόγοι (εμφατικά ο Γιώργος Κατρούγκαλος, σε ηπιότερους τόνους ο Γιώργος Κασιμάτης) στην πρόσφατη συνάντηση της Επιτροπής Εργασίας για τις αλλαγές στο κράτος, το πολιτικό σύστημα και το Σύνταγμα που συγκάλεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα στις 21.2.2013, φαίνεται ότι διαπερνά το πνεύμα και κάποιων στελεχών.

Τα προηγούμενα ίσως και να φαίνονται ελκυστικά σε ένα ακροατήριο που προσδοκά με λαχτάρα ανατροπές: το 80% των Ελλήνων φαίνεται να θέλει αναθεώρηση, όπως καταγράφουν οι πολιτικές έρευνες, διότι, πολύ απλά, στην κατάσταση που έχει περιέλθει, ο κόσμος «διψάει για αίμα». Θα αποδώσει όμως τίποτε αυτή η συζήτηση ή θα μας δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα; Αλήθεια, φταίει το Σύνταγμα που φτάσαμε όπου φτάσαμε; Εξαιτίας του βιώνουμε την απαξίωση των θεσμικών εγγυήσεων; Ή μήπως παρά το γεγονός ότι έχουμε αυτό το Σύνταγμα οδηγηθήκαμε στην κατάντια του να υπάρχουν θεσμοί χωρίς κοινωνικό εκτόπισμα και νομιμοποίηση; Το ερώτημα είναι κρίσιμο, παρά τη ρητορικότητά του. Φυσικά, δεν φταίει σε τίποτε το Σύνταγμα που έχουμε οδηγηθεί σε αυτές τις πρωτόγνωρες –ακόμη και για τη χώρα μας– καταστάσεις θεσμικής εξάρθρωσης. Δεν έχει διατυπωθεί ούτε ένα τεκμηριωμένο επιχείρημα ότι το Σύνταγμα αποτελεί αιτία της θεσμικής ολίσθησης της Ελλάδας σήμερα. Αντιθέτως, το Σύνταγμα παραβιάζεται συστηματικά, προκειμένου να υλοποιηθούν τα μέτρα των Μνημονίων: ουσιαστικά, έχει πάψει να λειτουργεί ως θεμελιώδης κανόνας.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: φυσικά και δεν έχουμε ένα «τέλειο» Σύνταγμα. Μακράν εμού μια τέτοια αντίληψη. Εξάλλου, είναι αφόρητος ιδεαλισμός να πιστέψει κανείς ότι τέτοιο κείμενο υπάρχει στις απτές ζωές των ανθρώπων. Όμως, μεταξύ της παραδοχής ότι το Σύνταγμα μπορεί να γίνει καλύτερο και της αντίληψης «να το ξαναγράψουμε όλο» υπάρχει χαώδης απόσταση. Να πούμε τα αυτονόητα: το Σύνταγμα δεν είναι φάρμακο «διά πάσαν νόσο και μαλακίαν». Έτσι (θέλει να) πιστεύει η αντίληψη που βλέπει στον κανόνα των κανόνων τη δυνατότητα ασκήσεων επί (συνταγματικού) χάρτου, κατά την προσφιλή συνήθεια της σύγχυσης της πολιτικής φιλοδοξίας με την πολιτική φιλοσοφία, από τη μεταπολίτευση έως σήμερα.

Τη συνήθεια αυτή την είδαμε να κυριαρχεί στην αναθεώρηση του 2001, οπότε εισήχθησαν στο Σύνταγμα διατάξεις των οποίων η λεπτομέρεια ξεπερνάει την ακρίβεια του κοινού νομοθέτη («βασικός μέτοχος», απαλλοτριώσεις κ.τ.λ.): από το άρθρο 14 ως και το άρθρο 17 του Συντάγματος μετράμε 7 ολόκληρες σελίδες. Σαν να διαβάζουμε κοινό νόμο ή προεδρικό διάταγμα… Ας θυμηθούμε πως, σε αντίθεση με την αναθεώρηση του 1986 που ασχολήθηκε μόνο με τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην αναθεώρηση του 2001 είχαμε δεκάδες αλλαγές θολού εκτοπίσματος, ενώ χρειάστηκε ακόμη μια, το 2008, για να καταργηθεί μια από αυτές, η επινόηση του «ασυμβίβαστου».

Η πολιτική κουλτούρα που υπαγορεύει πως όλες οι πολιτικές σκοπιμότητες, ακόμη και βραχέος χρονικού εκτοπίσματος, χωράνε στο Σύνταγμα καλλιεργήθηκε από το ΠΑΣΟΚ στις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001 — και ειδικώς στη δεύτερη, που, ως θεσμικό δημιούργημα, φέρει τη σφραγίδα του σημερινού του προέδρου. Ο ιδεολογικός πόλος της υπαγωγής της συνταγματικότητας στην πολιτική σκοπιμότητα σήμερα ψάχνει να αγκυροβολήσει στην Αριστερά, αφού πλέον το ΠΑΣΟΚ έκλεισε. Ο πόλος αυτός πρέπει όμως να ανασχεθεί. Ο πρώτος λόγος είναι απτά πολιτικός: ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα δεν επιτρέπει σκέψεις για «συντακτικές συνελεύσεις» και τα τοιαύτα. Ούτε η αναφορά σε αυτές αλλάζει το συσχετισμό. Για την ακρίβεια, ούτως εχόντων των πραγμάτων, αν οδηγηθούμε σε μια λογική «να τα ξαναγράψουμε όλα», μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι η νέα συνταγματική γλώσσα θα είναι η οριστική ταφόπλακα του Συντάγματος ως κανόνα εγγυήσεων και δικαιωμάτων. Οπότε, αντί «να πάμε για μαλλί, θα βγούμε κουρεμένοι». Δεν μπορούμε, ελαφρά τη καρδία, να νομίζουμε ότι ήρθε και η δική μας ώρα να αφήσουμε το συνταγματικό μας στίγμα, τη στιγμή που η Ελλάδα έχει την πιο νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη συνάμα κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, ενώ η Ευρώπη διάγει τις στιγμές που διάγει μέσω του δημοσιονομικού συμφώνου.

Επιπροσθέτως, μια σειρά επιβεβλημένες αλλαγές, στις οποίες συγκατανεύει ένα μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος, μπορούν μια χαρά να επέλθουν χωρίς συνταγματική αναθεώρηση: ενδεικτικά, η αλλαγή του εκλογικού συστήματος, οι σχέσεις επιτελικού κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης, η ρύθμιση της χρηματοδότησης των κομμάτων είναι ίσως από τις πιο σημαντικές.

Εκτός αυτού όμως, ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη τη δεδομένη αδυναμία μιας τόσο ριζοσπαστικής συνταγματικής τομής λόγω πολιτικών συσχετισμών, το επιχείρημα πάσχει στη μέθοδο και στις αρχές του. Το Σύνταγμα δεν είναι πανάκεια ούτε αποθετήριο πολιτικών κόλπων. Από κόλπα, μάλιστα, ξέρει και ο αντίπαλος, που έχει συμβάλει τα μέγιστα στην απονομιμοποίηση του θεσμικού κεκτημένου της μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στον κίνδυνο της θεσμικής αφαίμαξης του κράτους δικαίου μαζί με την κοινωνική εξάρθρωση. Ειδικά ο συγκεκριμένος αντίπαλος ξέρει πολύ καλά από κόλπα με το Σύνταγμα.

Τον Ιούνιο του 2013 αρχίζει πάλι η συζήτηση περί αναθεώρησης, και φαίνεται ότι τα μαχαίρια ακονίζονται από τώρα. Η Αριστερά σε αυτήν τη συζήτηση έχει λόγους να προσέλθει προτάσσοντας ώριμα ζητήματα που έχουν λόγο να συζητηθούν: ανάμεσα στα πιο κρίσιμα, μεταξύ άλλων, είναι τα ζητήματα που άπτονται της παύσης των προνομίων του πολιτικού προσωπικού, οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας, το ερώτημα αν θέλουμε ή όχι συνταγματικό δικαστήριο. Σε άλλα πρέπει να στήσει ένα πειστικό ανάχωμα: κατεξοχήν στα ζητήματα της συνταγματοποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής.

Με έναν λόγο, η Αριστερά πρέπει να πείσει τον εαυτό της ότι το Σύνταγμα και γενικότερα οι θεσμοί είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, που αξίζει αυτοτελώς μια θέση δίπλα στον αγώνα για αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων στην κοινωνία. Διότι, και στο πεδίο του αγώνα για θεσμούς, συγκροτούνται ηγεμονίες που δεν μπορούμε να αφήνουμε ανεκμετάλλευτες. Κοινώς, η Αριστερά έχει λόγους να παιδευτεί: και να ταλαιπωρηθεί και να μάθει. Ειδάλλως, το ρίσκο είναι μεγάλο.

Η αρχή, όπως κάθε αρχή, είναι δύσκολη. Κυρίως διότι στις συνθήκες που έχει περιέλθει ο τόπος κομβικές έννοιες για τη δημοκρατία παρουσιάζουν συμπτώματα επικίνδυνου εκφυλισμού. Οι Έλληνες έχουν απολέσει την πίστη ότι το πολιτικό είναι (και) παίγνιο κανόνων, διότι οι κυβερνώντες μέχρι σήμερα –και σήμερα– τους ευτελίζουν.

Ας αποδεχτούμε λοιπόν ότι είναι αφόρητος ναρκισσισμός και συνάμα επικίνδυνος ιδεαλισμός να νομίσει κανείς ότι διά του Συντάγματος αλλάζει η κοινωνία. Οι ζωές των ανθρώπων δεν εξαρτώνται ούτε διαμορφώνονται από τα Συντάγματα, αλλά από την πραγματικότητα των σχέσεών τους με το κράτος και τις πρακτικές που ακολουθεί όταν διοικεί. Αυτή την πραγματικότητα, την πραγματικότητα των δικαιωμάτων μας, πρέπει να αναθεωρήσουμε και, όταν έρθει η στιγμή, με φειδώ και στόχευση να ασχοληθούμε με τη συνταγματική αναθεώρηση. Αλλιώς, με συνοπτικές διαδικασίες, οι καλών προθέσεων συνταγματολογικές αναζητήσεις της Αριστεράς είναι πιθανό να την οδηγήσουν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το ΠΑΣΟΚ όταν διεξάγει αντιρατσιστικό ή αντιακροδεξιό αγώνα: και ορθά να μιλάει, κανείς δεν θα την παίρνει στα σοβαρά, διότι οι προθέσεις της θα αμφισβητούνται.

Εν κατακλείδι: το νεοφιλελεύθερο πείραμα που πραγματοποιείται στη χώρα δυσκολεύεται να φορέσει το κουστούμι του Συντάγματος της μεταπολίτευσης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο από το να προσφέρει η Αριστερά τη δυνατότητα να το αποτελειώσει.

Και αυτό κανείς «σοφός» δεν θα μπορέσει να το σώσει…